καταπτώσσω: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(2b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπτώσσω:''' (только praes.) эп. Hom. - [[καταπτήσσω]]. | |elrutext='''καταπτώσσω:''' (только praes.) эп. Hom. - [[καταπτήσσω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[καταπτήσσω]], Il.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:57, 9 January 2019
English (LSJ)
A = καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Il. 4.340, al.; of dogs, Gp.19.2.11.
German (Pape)
[Seite 1373] sich niederducken, fürchten, Il. 4, 224. 340. 5, 476; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτώσσω: «ζαρώνω», χαμηλώνω, ὡς τὸ καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσαντες ἀφέστατε; Ἰλ. Δ. 340, πρβλ. 224· κ. κύνες ὣς ἀμφὶ λέοντα Ε. 254, 476· «καταπτώσει· φοβεῖται, δειλιᾷ, ταπεινοῦται» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. καταπτήσσω.
Étymologie: κατά, πτώσσω.
English (Autenrieth)
καταπτήσσω (Il.)
Greek Monolingual
καταπτώσσω (AM)
βλ. καταπτήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πτώσσω wegduiken.
Russian (Dvoretsky)
καταπτώσσω: (только praes.) эп. Hom. - καταπτήσσω.
Middle Liddell
= καταπτήσσω, Il.]