καταφθατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(nl)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταφθατέομαι of καταφθατόομαι [καταφθάνω] aanspraak maken op, met acc.: γῆν καταφθατουμένη aanspraak makend op het land Aeschl. Eum. 398.
|elnltext=καταφθατέομαι of καταφθατόομαι [καταφθάνω] aanspraak maken op, met acc.: γῆν καταφθατουμένη aanspraak makend op het land Aeschl. Eum. 398.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φθάνω]]<br />to [[take]] [[first]] [[possession]] of, γῆν καταφθατουμένη Aesch.
}}
}}

Revision as of 00:00, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

καταφθᾰτέομαι: καταφθάνω, ταχέως ἀφικνοῦμαι, γῆν καταφθατουμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 398 (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «καταφθάνουσαν»), οὕτως ὁ Stanl. ἀντὶ τὴν καταφθατομένην, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ὅστις ἔχει «καταφθατουμένη· κατακτωμένη· κυρίως δὲ τὸ ἐκ προκαταλήψεως»· ὁ αὐτ. ἔχει ὡσαύτως: «φθατήσῃ· φθάσῃ»· καὶ «φθατήσει· φθάσει, κτήσεται» οὕτω τὸ κείμενον διορθωτέον).καταφθέγγομαι, ἀποθετ., ὁμιλῶ μεγαλοφώνως, Ἐπιφάν.·- ἐνεργητ., ἠχῶ, βροντῆς ἧς οὐδὲν μεῖζον καταφθέγγει Ὡραπόλλων.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
seul. part. prés. Pass.
occuper d’avance.
Étymologie: καταφθάνω.

Greek Monotonic

καταφθᾰτέομαι: (φθάνω;), αποκτώ την κυριαρχία, την κυριότητα πράγματος, γῆνκαταφθατουμένη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καταφθᾰτέομαι: (только part. praes. pass.) быстро пробегать, проноситься (γῆν Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφθατέομαι of καταφθατόομαι [καταφθάνω] aanspraak maken op, met acc.: γῆν καταφθατουμένη aanspraak makend op het land Aeschl. Eum. 398.

Middle Liddell

φθάνω
to take first possession of, γῆν καταφθατουμένη Aesch.