προδιηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-διηγέομαι vooraf vertellen; pass.: τὰ προδιηγημένα het te voren besprokene Hp.
|elnltext=προ-διηγέομαι vooraf vertellen; pass.: τὰ προδιηγημένα het te voren besprokene Hp.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[relate]] [[beforehand]], [[premise]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 00:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιηγέομαι Medium diacritics: προδιηγέομαι Low diacritics: προδιηγέομαι Capitals: ΠΡΟΔΙΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prodiēgéomai Transliteration B: prodiēgeomai Transliteration C: prodiigeomai Beta Code: prodihge/omai

English (LSJ)

   A relate beforehand, premise, Hdt.4.145, D.59.1, Hermog.Inv.2.4:—Pass., τὰ προδιηγημένα [ἔθνεα] Hp.Aër.13.

German (Pape)

[Seite 716] dep. med., vorher od. vorläufig erzählen; Her. 4, 145; Dem. 59, 1; πόῤῥωθεν, ib. 93.

Greek (Liddell-Scott)

προδιηγέομαι: ἀποθ., διηγοῦμαι πρότερον, ἐν προοιμίῳ, Ἡρόδ. 4. 145. Δημ. 1345, 10, κτλ.· πρκμ. ἐπὶ παθ. ἐννοίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 260, 263, 256.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
exposer auparavant.
Étymologie: πρό, διηγέομαι.

Greek Monotonic

προδιηγέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διηγούμαι εκ των προτέρων, αναφέρω εισαγωγικά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προδιηγέομαι: ранее рассказывать Dem.: ἀπηγήσομαι προδιηγησάμενος τάδε Her. (об этом) я расскажу, предпослав своему рассказу вот что.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διηγέομαι vooraf vertellen; pass.: τὰ προδιηγημένα het te voren besprokene Hp.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to relate beforehand, premise, Hdt.