πορφυρόστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πορφυρόστρωτος -ον [πορφύρα, στρώννυμι] met purper bedekt.
|elnltext=πορφυρόστρωτος -ον [πορφύρα, στρώννυμι] met purper bedekt.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πορφῠρό-στρωτος, ον,<br />[[spread]] with [[purple]] [[cloth]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 00:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρόστρωτος Medium diacritics: πορφυρόστρωτος Low diacritics: πορφυρόστρωτος Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: porphyróstrōtos Transliteration B: porphyrostrōtos Transliteration C: porfyrostrotos Beta Code: porfuro/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A spread with purple cloth, A.Ag. 910.

German (Pape)

[Seite 686] mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’un tapis de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, στρώννυμι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.
β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθό-στρωτος].

Greek Monotonic

πορφῠρόστρωτος: -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρόστρωτος: устланный пурпурными тканями или коврами (πόρος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρόστρωτος -ον [πορφύρα, στρώννυμι] met purper bedekt.

Middle Liddell

πορφῠρό-στρωτος, ον,
spread with purple cloth, Aesch.