προσυπάρχω: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-υπάρχω bovendien ten deel vallen, met dat.: μηδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι het was mij ook niet vergund in mijn vaderland begraven te worden Dem. 21.106. | |elnltext=προσ-υπάρχω bovendien ten deel vallen, met dat.: μηδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι het was mij ook niet vergund in mijn vaderland begraven te worden Dem. 21.106. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[exist]] [[besides]], οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν [[ἐμοί]] and [[besides]] I could not [[have]] been buried, Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 10 January 2019
English (LSJ)
A exist besides, δεῖ τὴν τρίτην ἔτι -ειν Arist.GC 335a31; καὶ μηδὲ [ἂν] ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι and it would further have been my fate not even to be buried at home, D.21.106.
German (Pape)
[Seite 785] noch dazu vorhanden sein, οὐδε ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, dazu würde ich nicht einmal haben begraben werden können, Dem. 21, 106.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπάρχω: ὑπάρχω προσέτι, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, προσέτι δὲ οὐδὲ νὰ ταφῶ ἠδυνάμην, Δημ. 549. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 2. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
appartenir à, être donné à.
Étymologie: πρός, ὑπάρχω.
Greek Monolingual
ΝΑ ὑπάρχω
υπάρχω επί πλέον
νεοελλ.
συνυπάρχω μαζί με άλλους.
Greek Monotonic
προσυπάρχω: μέλ. -ξω, υπάρχω επιπλέον, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, και επιπλέον ούτε να ταφώ μπορούσα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προσυπάρχω: быть еще в наличии: δεῖ καὶ τὴν τρίτην ἔτι π. Arst. необходимо, чтобы (кроме содержания и формы) существовало еще и нечто третье; προσυπάρχει ἐμοί Dem. мне также предстоит (приходится) еще.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-υπάρχω bovendien ten deel vallen, met dat.: μηδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι het was mij ook niet vergund in mijn vaderland begraven te worden Dem. 21.106.
Middle Liddell
fut. ξω
to exist besides, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί and besides I could not have been buried, Dem.