Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στολιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στολιδωτός -ή -όν [στολιδόομαι] geplooid, met plooien.
|elnltext=στολιδωτός -ή -όν [στολιδόομαι] geplooid, met plooien.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στολῐδωτός, ή, όν verb. adj. of [[στολιδόομαι]]<br />στ. [[χιτών]] a [[tunic]] [[hanging]] in folds, Xen.
}}
}}

Revision as of 01:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολιδωτός Medium diacritics: στολιδωτός Low diacritics: στολιδωτός Capitals: ΣΤΟΛΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: stolidōtós Transliteration B: stolidōtos Transliteration C: stolidotos Beta Code: stolidwto/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A στολίς 11) σ. χιτών a long tunic hanging in many folds, X.Cyr.6.4.2, cf. Poll.7.54.

German (Pape)

[Seite 946] adj. verb. von στολιδόω, angezogen; – χιτών, ein faltenreicher Rock, τὰ κάτω, Xen. Cyr. 6, 4, 2, vgl. Poll. 7, 54, mit Falbelas.

Greek (Liddell-Scott)

στολῐδωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ στολιδόομαι (στολίς ΙΙ), στ. χιτών, μακρὺς χιτών, σχηματίζων πολλὰς πτυχάς, ὡς βλέπομεν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plissé.
Étymologie: στολιδόω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στολιδοῡμαι
αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ κάτω», Ξεν.).

Greek Monotonic

στολῐδωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του στολιδόομαι· στολῐδωτὸς χιτών, μακρύς χιτώνας που κρέμεται σχηματίζοντας πολλές πτυχώσεις, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

στολῐδωτός: ниспадающий складками (χιτών Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολιδωτός -ή -όν [στολιδόομαι] geplooid, met plooien.

Middle Liddell

στολῐδωτός, ή, όν verb. adj. of στολιδόομαι
στ. χιτών a tunic hanging in folds, Xen.