στρατηγίς: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στρατηγίς -ίδος f. [στρατηγός] adj. van de veldheer:; ναῦς σ. schip van de vlootcommandant, admiraalsschip Thuc. 2.84.3; ook ἡ στρατηγίς ( sc. ναῦς) admiraalsschip. Hdt. 8.92.2. subst. ἡ στρατηγίς vrouwelijke generaal, generaalse, alleen kom.: εὐθὺ τῆς στρατηγίδος direct naar de generaalse toe Aristoph. Eccl. 835. | |elnltext=στρατηγίς -ίδος f. [στρατηγός] adj. van de veldheer:; ναῦς σ. schip van de vlootcommandant, admiraalsschip Thuc. 2.84.3; ook ἡ στρατηγίς ( sc. ναῦς) admiraalsschip. Hdt. 8.92.2. subst. ἡ στρατηγίς vrouwelijke generaal, generaalse, alleen kom.: εὐθὺ τῆς στρατηγίδος direct naar de generaalse toe Aristoph. Eccl. 835. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στρᾰτηγίς, ίδος,<br />of the [[general]], πύλαι στρ. the [[entrance]] of the [[general]] s [[tent]], Soph.; [[ναῦς]] στρ. the [[admiral]]'s [[ship]], [[flag]]-[[ship]], Thuc.; so, ἡ στρ. [[alone]], Hdt.: at [[Rome]], [[σπεῖρα]] στρ. the [[praetorian]] [[cohort]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:21, 10 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, fem. Adj.
A of the general, σκηνή Paus.4.19.1; πύλαι the door or entrance of the general's tent, S.Aj.49; ναῦς σ. flag-ship, Th.2.84 (pl.), cf. And.1.11; so ἡ σ. alone, Hdt.8.92; at Rome, σ. σπεῖραι cohortes praetoriae, Plu.Ant.39, cf. App.BC3.45; τάξεις ib.5.3. II as Subst., fem. of στρατηγός, female commander, Ar.Ec.835,870, Pherecr.235.
German (Pape)
[Seite 951] ίδος, ἡ, feldherrlich; πύλαι, Soph. Ai. 49, die Thore des Feldherrnzeltes; mit u. ohne ναῦς, das Admiralschiff, Her. 8, 92; Thuc. 2, 84; τριήρης, Andoc. 1, 11. – Als fem. zu στρατηγός, Heerführerinn, Ar. Eccl. 835.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηγίς: -ίδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., ἡ τοῦ στρατηγοῦ, σκηνὴ Παυσ. 4. 19, 1· πύλαι στρ., ἡ πύλη ἢ εἴσοδος εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ στρατηγοῦ, Σοφ. Αἴ. 49· ναῦς στρ., τὸ πλοῖον τοῦ ναυάρχου, ἡ ναυαρχίς, Θουκ. 2. 84, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 31· οὕτω μόνον, ἡ στρατηγὶς Ἡρόδ. 8. 92· - ἐν Ρώμῃ, σπεῖρα στρ., cohors praetoria, Πλουτ. Ἀντ. 39, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 45., 5. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., θηλ. τοῦ στρατηγός, γυνὴ διοικοῦσα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 835, 870, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 53.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
du général, du commandant ; στρατηγὶς ναῦς ou τριήρης, ou subst. ἡ στρατηγίς le vaisseau-amiral ; στρατηγὶς σπεῖρα PLUT à Rome la cohorte prétorienne.
Étymologie: στρατηγός.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον στρατηγό («στρατηγὶς σκηνή», Παυσ.)
2. ως ουσ. γυναίκα στρατηγός
3. φρ. α) «στρατηγίδες πύλαι» — η είσοδος της σκηνής στρατηγού (Σοφ.)
β) «στρατηγὶς ναῡς»
(στην Αθήνα) το πλοίο του στρατηγού (Θουκ.)
γ) «στρατηγίδες σπεῑραι»
(στη Ρώμη) στρατιωτικά σώματα υπό την αρχηγία του πραίτωρα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατηγός + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ναυαρχ-ίς)].
Greek Monotonic
στρᾰτηγίς: -ίδος, θηλ. επίθ., αυτή που ανήκει στο στρατηγό· πύλαιστρατηγίδες, είσοδος σκηνής στρατηγού, σε Σοφ.· ναῦς στρατηγίς, πλοίο ναυάρχου, ναυαρχίδα, σε Θουκ.· ομοίως, ἡ στρατηγίς μόνον, σε Ηρόδ.· στη Ρώμη, πραιτωριανή κοόρτη, Λατ. coors praetoria, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηγίς: ίδος (ῐδ) adj. f
1) полководческая: πύλαι στρατηγίδες Soph. вход в палатку полководца; ναῦς σ. Thuc. корабль командующего, флагманское судно;
2) (в Риме) преторская: σπεῖρα σ. Plut. (лат. cohors praetoria) преторская когорта (личная охрана полководца).
ίδος ἡ
1) (sc. ναῦς) корабль командующего Her.;
2) (sc. γυνή) женщина-полководец Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηγίς -ίδος f. [στρατηγός] adj. van de veldheer:; ναῦς σ. schip van de vlootcommandant, admiraalsschip Thuc. 2.84.3; ook ἡ στρατηγίς ( sc. ναῦς) admiraalsschip. Hdt. 8.92.2. subst. ἡ στρατηγίς vrouwelijke generaal, generaalse, alleen kom.: εὐθὺ τῆς στρατηγίδος direct naar de generaalse toe Aristoph. Eccl. 835.
Middle Liddell
στρᾰτηγίς, ίδος,
of the general, πύλαι στρ. the entrance of the general s tent, Soph.; ναῦς στρ. the admiral's ship, flag-ship, Thuc.; so, ἡ στρ. alone, Hdt.: at Rome, σπεῖρα στρ. the praetorian cohort, Plut.