συμπαρέπομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμ-παρέπομαι begeleiden, vergezellen, met dat.; overdr.. ὅσοις ( n. ) συμπαρέπεταί τις χάρις alwat vergezeld gaat van een zekere charme Plat. Lg. 667b.
|elnltext=συμ-παρέπομαι begeleiden, vergezellen, met dat.; overdr.. ὅσοις ( n. ) συμπαρέπεταί τις χάρις alwat vergezeld gaat van een zekere charme Plat. Lg. 667b.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -έψομαι<br />Dep. to go [[along]] with, [[accompany]], c. dat., Xen., etc.
}}
}}

Revision as of 01:24, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρέπομαι Medium diacritics: συμπαρέπομαι Low diacritics: συμπαρέπομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: symparépomai Transliteration B: symparepomai Transliteration C: symparepomai Beta Code: sumpare/pomai

English (LSJ)

   A go along with, accompany, X.Cyr.7.1.8, Eq.11.12: metaph., ὅλῃ τῇ ἡμέρῃ Hp. Epid.5.89; τιμαὶ . . ἑκάστοις -είποντο X.Cyr.2.1.23, cf. Hier.8.5, Phld. Oec.p.53J.; ὅσοις σ. τις Χάρις Pl.Lg.667b; αἱ -όμεναι ὀσμαί Arist.Pr. 907a1.

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἕπομαι), dep. med., mit daneben gehen, folgen; ὅσοις συμπαρέπεταί τις χάρις, Plat. Legg. II, 667 b, hinzukommen; von Belohnungen, Xen. Cyr. 2, 1, 23 u. Sp., wie D. Cass. 61, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρέπομαι: παρέπομαι ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 8, κτλ.· μεταφορ., ἔπειτα δὲ καὶ ἄλλαι τιμαὶ συμπαρείποντο αὐτόθι 2. 1, 23, Ἱέρ. 8. 5· ὅσοις σ. τις χάρις Πλάτ. Νόμ. 667Ε· αἱ σ. ὀσμαὶ Ἀριστ. Προβλ. 12. 4.

French (Bailly abrégé)

accompagner, escorter.
Étymologie: σύν, παρέπομαι.

Greek Monolingual

Α παρέπομαι
ακολουθώ συγχρόνως.

Greek Monotonic

συμπαρέπομαι: μέλ. -έψομαι, αποθ., ακολουθώ κάποιον από κοινού με άλλους, συνοδεύω, συντροφεύω, με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρέπομαι: сопровождать, сопутствовать (τινι Xen., Plat.; αἱ συμπαρεπόμεναι ὀσμαί Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρέπομαι begeleiden, vergezellen, met dat.; overdr.. ὅσοις ( n. ) συμπαρέπεταί τις χάρις alwat vergezeld gaat van een zekere charme Plat. Lg. 667b.

Middle Liddell

fut. -έψομαι
Dep. to go along with, accompany, c. dat., Xen., etc.