τετραέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετραέλικτος:''' -ον, αυτός που κινείται ελικοειδώς (συστρέφεται) [[τέσσερις]] φορές, σε Ανθ.
|lsmtext='''τετραέλικτος:''' -ον, αυτός που κινείται ελικοειδώς (συστρέφεται) [[τέσσερις]] φορές, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τετρα-]]έλικτος, ον,<br />[[four]] times [[wound]] [[round]], Anth.
}}
}}

Revision as of 01:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραέλικτος Medium diacritics: τετραέλικτος Low diacritics: τετραέλικτος Capitals: ΤΕΤΡΑΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: tetraéliktos Transliteration B: tetraeliktos Transliteration C: tetraeliktos Beta Code: tetrae/liktos

English (LSJ)

ον, =

   A four times coiled round, ὄφις AP7.210 (Antip.); τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, ὄφις, Antp. Sid. 63 (VII, 210).

Greek (Liddell-Scott)

τετραέλικτος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὄφις Ἀνθ. Π. 7. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
roulé quatre fois sur soi-même.
Étymologie: τέσσαρες, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές («ὄφις τετραέλικτος», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλικτός (< ἑλίσσω «περιτυλίγω, στριφογυρίζω»)].

Greek Monotonic

τετραέλικτος: -ον, αυτός που κινείται ελικοειδώς (συστρέφεται) τέσσερις φορές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τετρα-έλικτος, ον,
four times wound round, Anth.