τροπός: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τροπός:''' ὁ Hom. = [[τροπωτήρ]].
|elrutext='''τροπός:''' ὁ Hom. = [[τροπωτήρ]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τροπός]], οῦ, ὁ, [[τρέπω]]<br />a [[twisted]] [[leathern]] [[thong]], with [[which]] the oar was fastened to the [[thole]], Od.
}}
}}

Revision as of 02:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπός Medium diacritics: τροπός Low diacritics: τροπός Capitals: ΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: tropós Transliteration B: tropos Transliteration C: tropos Beta Code: tropo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole, τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782, 8.53; τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courroie pour attacher la rame au bord du navire.
Étymologie: τρέπω.

English (Autenrieth)

pl., thongs or straps, by means of which oars were loosely attached to the thole-pins (κληῖδες), Od. 4.782 and Od. 8.53. (See cut No. 32, d. Α later different arrangement is seen in the following cut, and in No. 38.)

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο τροπωτήρας
αρχ.
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός).

Greek Monotonic

τροπός: ὁ (τρέπω), ιμάντας από στριμμένο δέρμα, με το οποίο προσέδεναν το κουπί στο σκαλμό, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπός -οῦ, ὁ [τρέπω] strop (aan roeiriem).

Russian (Dvoretsky)

τροπός: ὁ Hom. = τροπωτήρ.

Middle Liddell

τροπός, οῦ, ὁ, τρέπω
a twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole, Od.