τριψημερέω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
(nl)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τριψημερέω [τρίβω, ἡμέρα] de dag doorbrengen.
|elnltext=τριψημερέω [τρίβω, ἡμέρα] de dag doorbrengen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τριψ-ημερέω, [[τρῖψαι]], [[ἡμέρα]]<br />to [[waste]] the day, Lat. terere [[tempus]], Ar.
}}
}}

Revision as of 02:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριψημερέω Medium diacritics: τριψημερέω Low diacritics: τριψημερέω Capitals: ΤΡΙΨΗΜΕΡΕΩ
Transliteration A: tripsēmeréō Transliteration B: tripsēmereō Transliteration C: tripsimereo Beta Code: triyhmere/w

English (LSJ)

   A waste the day, Ar.V.849.

Greek (Liddell-Scott)

τριψημερέω: (τρίβω) κατατρίβω μάτην τὸν καιρόν μου, «χασομερῶ», Λατ. tenere tempus, Ἀριστοφ. Σφ. 849· «τριψημερεῖν· στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre ses journées ou son temps.
Étymologie: τρίβω, ἡμέρα.

Greek Monotonic

τριψημερέω: (τρῖψαι, ἡμέρα), χάνω την ημέρα μου, χασομερώ, Λατ. terere tempus, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τριψημερέω: τρίβω попусту терять время Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριψημερέω [τρίβω, ἡμέρα] de dag doorbrengen.

Middle Liddell

τριψ-ημερέω, τρῖψαι, ἡμέρα
to waste the day, Lat. terere tempus, Ar.