ὑπαφίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπαφίσταμαι:''' (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν [[Thales]] ap. Diog. L.).
|elrutext='''ὑπαφίσταμαι:''' (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν [[Thales]] ap. Diog. L.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act., to [[step]] [[back]] [[slowly]], to [[withdraw]], [[Antipho]].
}}
}}

Revision as of 02:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαφίσταμαι Medium diacritics: ὑπαφίσταμαι Low diacritics: υπαφίσταμαι Capitals: ΥΠΑΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypaphístamai Transliteration B: hypaphistamai Transliteration C: ypafistamai Beta Code: u(pafi/stamai

English (LSJ)

   A step back, withdraw, Antipho4.4.1; μικρὸν ὑπαποστήσομαι Men.Sam.153; ἐξ Ἀθηνέων Thalesap.D.L.1.44; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Ael.NA2.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαφίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· - ἀφίσταμαι κατὰ μικρόν, ἀποσύρομαι, Ἀντιφῶν 128. 9· ἐξ Ἀθηνέων Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44· τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Αἰλ. π. Ζ. 2. 25.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ὑπαπέστην, etc.
s’éloigner peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἀφίσταμαι.

Greek Monolingual

Α
αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑπαφίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., οπισθοχωρώ αργά, αποσύρομαι, σε Αντιφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαφίσταμαι: (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν Thales ap. Diog. L.).

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act., to step back slowly, to withdraw, Antipho.