ὑπατεύω: Difference between revisions
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπᾰτεύω:''' быть консулом: Κικέρωνος ὑπατεύοντος Plut. в консульство Цицерона. | |elrutext='''ὑπᾰτεύω:''' быть консулом: Κικέρωνος ὑπατεύοντος Plut. в консульство Цицерона. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω [[ὕπατος]]<br />to be [[consul]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 10 January 2019
English (LSJ)
A to be consul, Mon.Anc.Gr.11.21, Plu.Publ.3, etc.; ὁ ὑπατευκώς, Lat. consularis, Posidon.36J. 2 to be consular governor, τῆς ἐπαρχείας Ath.Mitt.48.102, IGRom.1.575 (both Nicopolis ad Istrum, ii A. D.): abs., ib.3.1277 (Arabia, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1184] Consul sein, Plut. Popl. 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰτεύω: (ὕπατος) εἶμαι ὕπατος, Πλουτ. Ποπλικ. 3, κλπ.· ὁ ὑπατευκώς, Λατιν. consularis, Ἀθήν. 213Β, Ἡρῳδιαν. 2. 6. 2) ῥίπτω ὑπατείαν, δηλ. χρήματα εἰς τὸ πλῆθος, Θεοφάν. 310, οἱ Μετὰ τὸν Θεοφάν. 256. 3) σηκώνω ἢ κρεμῶ ὑψηλὰ κεφαλὴν ἀποτετμημένην ἐκ τοῦ σώματος, Θεοφάν. 389, (πρβλ. Ἑβδ. Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 27, Ἰουδὶθ ΙΔ΄, 1, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1925, κλπ.).
French (Bailly abrégé)
être consul.
Étymologie: ὕπατος.
Greek Monolingual
ὑπατεύω ΝΜΑ ὕπατος (II)]
κατέχω το αξίωμα του υπάτου, ασκώ την υπατική εξουσία
μσν.-αρχ.
1. ρίχνω υπατεία
2. σηκώνω ή κρεμώ ψηλά κεφάλι αποκομμένο από σώμα
αρχ.
(το αρσ. της μτχ. παρακμ.) ὁ ὑπατευκώς
αυτός που έχει διατελέσει ύπατος, ο υπατικός.
Greek Monotonic
ὑπᾰτεύω: μέλ. -σω (ὕπατος), είμαι ύπατος, πρόξενος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰτεύω: быть консулом: Κικέρωνος ὑπατεύοντος Plut. в консульство Цицерона.