ὑποκορισμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑποκορισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> ласкательное прозвище Plut.;<br /><b class="num">2)</b> грам. уменьшительная форма Arst.
|elrutext='''ὑποκορισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> ласкательное прозвище Plut.;<br /><b class="num">2)</b> грам. уменьшительная форма Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑποκορισμός]], οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ὑποκόρισμα]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> the use of diminutives, Arist.
}}
}}

Revision as of 02:13, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκορισμός Medium diacritics: ὑποκορισμός Low diacritics: υποκορισμός Capitals: ΥΠΟΚΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypokorismós Transliteration B: hypokorismos Transliteration C: ypokorismos Beta Code: u(pokorismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A blandishments, use of endearing names, Plu.Thes.14, Alciphr.3.33.    2 use of diminutives, Arist.Rh.1405b28.

German (Pape)

[Seite 1221] ὁ, = Vorigem, Plut. Thes. 14; Arist. rhet. 3, 2 E. erkl. ὑποκορισμὸς ὃς ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, und führt als Beispiele die Verkleinerungswörter χρυσιδάριον, ἱματιδάριον u. ä. an.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκορισμός: ὁ, = τῷ προηγ. Πλουτ. Θησ. 14, Ἀλκίφρων 3. 33. 3) ἡ χρῆσις ὑποκοριστικῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2. 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 c. ὑποκόρισμα;
2 usage de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.

Greek Monolingual

ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκορίζομαι
νεοελλ.
μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή, αντίθετα, υποβιβασμός και καταφρόνηση.

Greek Monotonic

ὑποκορισμός: ὁ,
I. = το προηγ., σε Πλούτ.
II. χρήση υποκορ., σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκορισμός:
1) ласкательное прозвище Plut.;
2) грам. уменьшительная форма Arst.

Middle Liddell

ὑποκορισμός, οῦ, ὁ,
I. = ὑποκόρισμα, Plut.
II. the use of diminutives, Arist.