φλίβω: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φλίβω:''' (ῑ) жать, давить (τινά Theocr.): φλιῇσι παραστὰς φλίψεται (v. l. θλίψεται) ὤμους Hom. стоя у дверных косяков, он (т. е. нищий) натрет себе спину.
|elrutext='''φλίβω:''' (ῑ) жать, давить (τινά Theocr.): φλιῇσι παραστὰς φλίψεται (v. l. θλίψεται) ὤμους Hom. стоя у дверных косяков, он (т. е. нищий) натрет себе спину.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φλί¯βω, [[dialectic]] [[form]] of [[θλίβω]], Theocr.]
}}
}}

Revision as of 02:31, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλίβω Medium diacritics: φλίβω Low diacritics: φλίβω Capitals: ΦΛΙΒΩ
Transliteration A: phlíbō Transliteration B: phlibō Transliteration C: flivo Beta Code: fli/bw

English (LSJ)

[ῑ],

   A = θλίβω, Act., only impf. in Hsch.:—Med., ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους Od.17.221 (θλίψεται codd. plurimi):—Pass., Hp.Loc.Hom.13, Theoc.15.76.

German (Pape)

[Seite 1292] äol. u. ion. = θλίβω, Theocr. 15, 76; bei Hom. Od. 17, 221 ist jetzt θλίψεται hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

φλίβω: [ῑ], διαλεκτικὸς τύπος τοῦ θλίβω, Θεόκρ. 15. 76, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Ρ. 221 (ἔνθα νῦν φέρεται θλίβεται), πρβλ. Foës. Oec. Hipp.

French (Bailly abrégé)

f. Moy. 3ᵉ sg. φλίψεται;
éol. et ion. c. θλίβω.

Greek Monolingual

Α
(αιολ. τ.) θλίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός σπάνιος τ. ρήματος, παρλλ. του ρ. θλίβω (πρβλ. φλῶ: θλῶ), ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. fligo «χτυπώ», λετ(ον)νικά bliezt «χτυπώ», ρωσ. blizna «ουλή», τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα με βεβαιότητα καθορισμένη, αφού και μια μορφή ρίζας bhlīĝ- «χτυπώ, τινάζω», που έχει προταθεί, παραμένει υποθετική (βλ. και λ. φλῶ)].

Greek Monotonic

φλίβω: [ῑ], διαλεκτικός τύπος του θλίβω, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

φλίβω: (ῑ) жать, давить (τινά Theocr.): φλιῇσι παραστὰς φλίψεται (v. l. θλίψεται) ὤμους Hom. стоя у дверных косяков, он (т. е. нищий) натрет себе спину.

Middle Liddell

φλί¯βω, dialectic form of θλίβω, Theocr.]