χαριεργός: Difference between revisions
Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χᾰριεργός:''' искусная в своих произведениях или благосклонная к художествам (эпитет Афины) Anth. | |elrutext='''χᾰριεργός:''' искусная в своих произведениях или благосклонная к художествам (эпитет Афины) Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χᾰρι-εργός, όν<br />[[elegantly]] [[working]], [[artistic]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:35, 10 January 2019
English (LSJ)
όν, prob.
A elegantly working, artistic, epith. of Athena, as protectress of artificers, AP6.205 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1337] sich an Künsten od. Handwerken freuend, Beiw. der Athene, als Beschützerinn der Künstler u. Handwerker, Leon. Tar. 4 (VI, 205), also wie ἐργάνη.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριεργός: -όν, (*ἔργω) πιθαν. ὁ δίδων χάριν καὶ κομψότητα εἰς τὰ ἔργα τῆς Ἀθηνᾶς ὡς προστάτιδος τῶν τεχνιτῶν, Ἀνθ. Παλατ. 6. 265.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui aime les travaux, particul. les œuvres d’art;
2 qui travaille de façon élégante, artistique.
Étymologie: χάρις, ἔργον.
Greek Monolingual
-όν, Α
(προσωνυμία της Αθηνάς ως προστάτιδας τών καλλιτεχνών, τών τεχνιτών και τών χειρωνακτών) αυτός που χαίρεται με τις καλές τέχνες ή με τις χειρωνακτικές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός, φιλ-εργός).
Greek Monotonic
χᾰριεργός: -όν, αυτός που δουλεύει με κομψότητα, αρτίστας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰριεργός: искусная в своих произведениях или благосклонная к художествам (эпитет Афины) Anth.