χαριεργός

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐεργός Medium diacritics: χαριεργός Low diacritics: χαριεργός Capitals: ΧΑΡΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: chariergós Transliteration B: chariergos Transliteration C: chariergos Beta Code: xariergo/s

English (LSJ)

χαριεργόν, prob. elegantly working, artistic, epithet of Athena, as protectress of artificers, AP6.205 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1337] sich an Künsten od. Handwerken freuend, Beiw. der Athene, als Beschützerinn der Künstler u. Handwerker, Leon. Tar. 4 (VI, 205), also wie ἐργάνη.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui aime les travaux, particul. les œuvres d'art;
2 qui travaille de façon élégante, artistique.
Étymologie: χάρις, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

χᾰριεργός: искусная в своих произведениях или благосклонная к художествам (эпитет Афины) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριεργός: -όν, (*ἔργω) πιθαν. ὁ δίδων χάριν καὶ κομψότητα εἰς τὰ ἔργα τῆς Ἀθηνᾶς ὡς προστάτιδος τῶν τεχνιτῶν, Ἀνθ. Παλατ. 6. 265.

Greek Monolingual

-όν, Α
(προσωνυμία της Αθηνάς ως προστάτιδας τών καλλιτεχνών, τών τεχνιτών και τών χειρωνακτών) αυτός που χαίρεται με τις καλές τέχνες ή με τις χειρωνακτικές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός, φιλ-εργός).

Greek Monotonic

χᾰριεργός: -όν, αυτός που δουλεύει με κομψότητα, αρτίστας, σε Ανθ.

Middle Liddell

χᾰρι-εργός, όν
elegantly working, artistic, Anth.