χαιρηδών: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χαιρηδών:''' όνος ἡ шутл. (по созвучию с [[ἀλγηδών]]) радость Arph.
|elrutext='''χαιρηδών:''' όνος ἡ шутл. (по созвучию с [[ἀλγηδών]]) радость Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χαιρηδών]], όνος, ἡ,<br />[[delectation]], Com. [[word]] in Ar., formed [[after]] [[ἀλγηδών]].
}}
}}

Revision as of 02:36, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαιρηδών Medium diacritics: χαιρηδών Low diacritics: χαιρηδών Capitals: ΧΑΙΡΗΔΩΝ
Transliteration A: chairēdṓn Transliteration B: chairēdōn Transliteration C: chairidon Beta Code: xairhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A delectation, Com. word in Ar.Ach.4, formed after ἀλγηδών.

German (Pape)

[Seite 1325] όνος, ἡ, Freude, komisch nach ἀλγηδών gebildet, Ar. Ach. 4, wo der Schol. über den Accent spricht.

Greek (Liddell-Scott)

χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 4, σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ ἀλγηδών. ΙΙ Χαιρήμων, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 2.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
joie.
Étymologie: χαίρω.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
χαρά, ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. του χαίρω, κατά το ἀλγ-ηδών «λύπη» (< ἀλγῶ)].

Greek Monotonic

χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξη σε Αριστοφ., σχηματισμένη κατά το ἀλγηδών.

Russian (Dvoretsky)

χαιρηδών: όνος ἡ шутл. (по созвучию с ἀλγηδών) радость Arph.

Middle Liddell

χαιρηδών, όνος, ἡ,
delectation, Com. word in Ar., formed after ἀλγηδών.