ψωραλέος: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψωραλέος -α -ον [ψώρα] schurftig.
|elnltext=ψωραλέος -α -ον [ψώρα] schurftig.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψωρᾰλέος, η, ον, [from [[ψώρα]]<br />[[scabby]], [[mangy]], Xen.
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωρᾰλέος Medium diacritics: ψωραλέος Low diacritics: ψωραλέος Capitals: ΨΩΡΑΛΕΟΣ
Transliteration A: psōraléos Transliteration B: psōraleos Transliteration C: psoraleos Beta Code: ywrale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A itchy, scabby, mangy, ζῷα X.Cyr.1.4.11; βόες Longus 3.29.

German (Pape)

[Seite 1406] krätzig, räudig, mit juckendem Hautausschlage behaftet, von Menschen u. Thieren, auch von einzelnen Gliedern des menschlichen Leibes, Xen. Cyr. 1, 4,11. – Von Bäumen, an zu vielem Moose oder an der Baumkrätze leidend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψωρᾰλέος: -α, -ον, πλήρης ψώρας, «ψωριασμένος», Λατ. scabiosus, ζῷα Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 11· βόες Λόγγος 3. 29.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
galeux.
Étymologie: ψώρα.

Greek Monolingual

-α, -ο / ψωραλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα
αρχ.
(για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή ψώρας («λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

ψωρᾰλέος: -α, -ον, ψωριάρης, ψωριασμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ψωρᾰλέος: пораженный кожной болезнью, покрытый струпьями Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωραλέος -α -ον [ψώρα] schurftig.

Middle Liddell

ψωρᾰλέος, η, ον, [from ψώρα
scabby, mangy, Xen.