Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατώτατος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατώτατος -η -ον [κάτω] superl., onderste; n. plur. adv. κατώτατα op het laagste punt.
|elnltext=κατώτατος -η -ον [κάτω] superl., onderste; n. plur. adv. κατώτατα op het laagste punt.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατώτατος]], η, ον [Sup. adj. from [[κάτω]]<br />lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt.
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώτατος Medium diacritics: κατώτατος Low diacritics: κατώτατος Capitals: ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ
Transliteration A: katṓtatos Transliteration B: katōtatos Transliteration C: katotatos Beta Code: katw/tatos

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. from κάτω,

   A lowest, X.Cyr.6.1.52, LXX Ps.87(88).6, al.: neut. pl. as Adv., Hdt.7.23. Adv. κατωτάτω, v. κάτω.

German (Pape)

[Seite 1407] superl. von κάτω, der unterste; Xen. Cyr. 6, 1, 52; Theophr.; – κατωτάτω, s. κάτω.

Greek (Liddell-Scott)

κατώτατος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ κάτω, ὁ χαμηλότατος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 7. 23·- Ἐπίρρ. κατωτάτω, ἴδε ἐν λ. κάτω.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très bas, le plus bas ; pl. neutre adv. • κατώτατα HDT tout à fait en bas.
Étymologie: κάτω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κατώτατος, -άτη, -ον) κάτω
αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή»)
2. αυτός που έχει την πιο χαμηλή ποιότητα, αυτός που έχει την πιο μικρή αξία από όλους, ευτελέστατος, ταπεινότατος.
επίρρ...
κατώτατα (Α κατώτατα και κατωτάτω)
στο πιο κάτω μέρος, στο πιο χαμηλό μέρος («oἱ μὲν κατώτατα ἐστεῶτες ὤρυσσον», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κατώτατος: -η, -ον, επίρρ. υπερθ. του κάτω, ο πλέον χαμηλός, σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατώτατος: [superl. к κάτω I] самый нижний: τὸ κατωτάτω οἴκημα Xen. нижнее основание (колесницы).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατώτατος -η -ον [κάτω] superl., onderste; n. plur. adv. κατώτατα op het laagste punt.

Middle Liddell

κατώτατος, η, ον [Sup. adj. from κάτω
lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt.