κεραυνοβολέω: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] bliksemen. | |elnltext=κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] bliksemen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κεραυνοβολέω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[hurl]] the [[thunderbolt]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[trans]]. to [[strike]] therewith, Il. [from [[κεραυνοβόλος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:53, 10 January 2019
English (LSJ)
A hurl the thunderbolt, AP12.122 (Mel.), 140, Ps.Luc. Philopatr.4, Placit.3.3.3. II trans., strike therewith, οἰκίαν Eratosth.Cat.6.
German (Pape)
[Seite 1422] den Donnerkeil schleudern; Mel. 23 u. Philp. 2 (XII, 122. 140); Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβολέω: ἐξακοντίζω τὸν κεραυνόν, Ἀνθ. Π. 12. 122, Πλούτ. 2. 893Ε· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κ. ὄλεθρον Εὐστ. Πονημάτ. 87. 53. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ τοῦ κεραυνοῦ, τινα Ἀνθ. Π. 12. 140.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.
Greek Monotonic
κεραυνοβολέω:I. εξακοντίζω, λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.
II. προπαροξ., κεραυνόβολος, -ον, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοβολέω: поражать громом, метать молнии Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] bliksemen.
Middle Liddell
κεραυνοβολέω,
I. to hurl the thunderbolt, Anth.
II. trans. to strike therewith, Il. [from κεραυνοβόλος