κορδακισμός: Difference between revisions
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κορδᾱκισμός:''' ὁ Dem. = [[κόρδαξ]]. | |elrutext='''κορδᾱκισμός:''' ὁ Dem. = [[κόρδαξ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κορδᾱκισμός, οῦ,<br />the [[dancing]] of the [[κόρδαξ]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, = foreg.,
A licentious dancing, D.2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κορδᾱκισμός: ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς ἀκόλαστος, Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
danse du κόρδαξ.
Étymologie: κορδακίζω.
Greek Monolingual
ο (Α κορδακισμός) κορδακίζω
κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση.
Greek Monotonic
κορδᾱκισμός: ὁ, ο χορός του κόρδακος, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορδακισμός -οῦ, ὁ [κορδακίζω: de kordax dansen] ‘dirty dancing’.
Russian (Dvoretsky)
κορδᾱκισμός: ὁ Dem. = κόρδαξ.