κρεανόμος: Difference between revisions
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder. | |elnltext=κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κρεᾱ-[[νόμος]], ὁ, [[νέμω]]<br />one who distributes the [[flesh]] of victims, a [[carver]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (νέμω)
A one who distributes the flesh of victims, E.Cyc.245: as Adj., mangling, τέκνων Lyc.203, cf. 762.
Greek (Liddell-Scott)
κρεᾱνόμος: ὁ, (νέμω) ὁ διανέμων τὸ κρέας τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., ὁ σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui distribue les chairs d’une victime;
2 qui coupe de la chair en morceaux.
Étymologie: κρέας, νέμω.
Greek Monolingual
κρεανόμος, ὁ (Α)
1. αυτός που διανέμει το κρέας
2. ως επίθ. αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -νόμος (< νέμω), πρβλ. αγορα-νόμος, παιδο-νόμος.
Greek Monotonic
κρεᾱνόμος: ὁ (νέμω), αυτός που διαμοιράζει τη σάρκα των θυσιών, κόφτης κρέατος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρεᾱνόμος: ὁ разделяющий жертвенное мясо Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder.
Middle Liddell
κρεᾱ-νόμος, ὁ, νέμω
one who distributes the flesh of victims, a carver, Eur.