κισσήρης: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop. | |elnltext=κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κισσ-[[ήρης]], ες [[κισσός]], *ἄρω]<br />ivy-clad, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω) = foreg.,
A ὄχθαι S.Ant.1132(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1442] ες, dasselbe; ὄχθαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.
Greek (Liddell-Scott)
κισσήρης: -ες, (κισσός, *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
couvert de lierre.
Étymologie: κισσός.
Greek Monolingual
κισσήρης, -ῆρες (Α)
κισσηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ-ήρης, ποδ-ήρης.
Greek Monotonic
κισσήρης: -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κισσήρης: покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.