μηνύτωρ: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μηνύτωρ:''' дор. μᾱνύτωρ, ορος (ῡ) ὁ Anth. = [[μηνυτής]]. | |elrutext='''μηνύτωρ:''' дор. μᾱνύτωρ, ορος (ῡ) ὁ Anth. = [[μηνυτής]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μηνύ¯τωρ, ορος, ὁ, = [[μηνυτήρ]], Anth.] [from [[μηνύω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:50, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], Dor. μᾱν-, ορος, ὁ,
A = μηνυτήρ, AP11.177 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 175] ορος, ὁ, poet. = μηνυτήρ, Philp. 39 (XI, 177), in dor. Form μανύτορα.
Greek (Liddell-Scott)
μηνύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ, = μηνυτήρ, Ἀνθ. Π. 11. 177.
Greek Monolingual
και μηνύτορας, ο (Α μηνύτωρ και δωρ. τ. μανύτωρ)
αυτός που παρέχει πληροφορίες, αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης
νεοελλ.
φρ. «μηνύτορας RNΑ»
βιολ. τύπος ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την πρωτεϊνοσύνθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τωρ (πρβλ. νική-τωρ)].
Greek Monotonic
μηνύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ, = μηνυτήρ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μηνύτωρ: дор. μᾱνύτωρ, ορος (ῡ) ὁ Anth. = μηνυτής.