Μυρμιδόνες: Difference between revisions
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
(3) |
(1ba) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Μυρμῐδόνες:''' οἱ (dat. Μυρμιδόσι - эп. Μυρμιδόνεσσιν) мирмидоняне (ахейское племя в южн. Фессалии) Hom. | |elrutext='''Μυρμῐδόνες:''' οἱ (dat. Μυρμιδόσι - эп. Μυρμιδόνεσσιν) мирмидоняне (ахейское племя в южн. Фессалии) Hom. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />the [[Myrmidons]], a [[warlike]] [[people]] of [[Thessaly]], subjects of [[Achilles]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:05, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
Μυρμῐδόνες: οἱ, πολεμικὸς λαὸς τῆς Θεσσαλίας, πρότερον δὲ τῆς Αἰγίνης, ὑπήκοοι τοῦ Πηλέως καὶ Ἀχιλλέως, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les Myrmidons, peuple de la Phthiotide.
English (Autenrieth)
the Myrmidons, a Thracian tribe in Phthiōtis, the followers of Achilles; their chief centres were Phthia and Hellas, Il. 16.269, Il. 2.684, Il. 1.180, Od. 11.495.
English (Slater)
Μυρμῐδόνες the earliest inhabitants of Aigina, who emigrated with Peleus to Thessaly. (χώρας) Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν Aigina (N. 3.13) εἶδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων (sc. Νεοπτόλεμος, in Phthia in Thessaly) (Pae. 6.107) cf.
1 Μυρ[ (Pae. 6.143)
Greek Monolingual
οι (Α Μυρμιδόνες)
πολεμικός λαός της αρχαιότητας που κατοικούσε στη Θεσσαλία και προηγουμένως στην Αίγινα και ήταν υπήκοοι του Πηλέως και του Αχιλλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυρμηδών.
Greek Monotonic
Μυρμῐδόνες: οἱ, οι Μυρμιδόνες, πολεμοχαρές φύλο της Θεσσαλίας, υπήκοοι του Αχιλλέα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
Μυρμῐδόνες: οἱ (dat. Μυρμιδόσι - эп. Μυρμιδόνεσσιν) мирмидоняне (ахейское племя в южн. Фессалии) Hom.
Middle Liddell
the Myrmidons, a warlike people of Thessaly, subjects of Achilles, Hom.