μυθολόγημα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῡθολόγημα:''' ατος τό сказка, басня Plat., Plut., Luc.
|elrutext='''μῡθολόγημα:''' ατος τό сказка, басня Plat., Plut., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡθολόγημα, ατος, τό, [from μῡθολογέω]<br />a [[mythical]] [[narrative]], Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθολόγημα Medium diacritics: μυθολόγημα Low diacritics: μυθολόγημα Capitals: ΜΥΘΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: mythológēma Transliteration B: mythologēma Transliteration C: mythologima Beta Code: muqolo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mythical narrative or description, Pl.Phdr.229c, Lg.663e, Plu.Thes. 14, D.C.50.12.

German (Pape)

[Seite 214] τό, fabelhafte Erzählung; Plat. Phaedr. 229 c Legg. II, 663 e; Plut. Thes. 14; Luc. Philops. 37.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθολόγημα: τό, μυθικὸν διήγημαπεριγραφή, Πλάτ. Φαῖδρ. 229C, Νόμ. 663Ε, Πλουτ. Θησ. 14.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
récit fabuleux.
Étymologie: μυθολογέω.

Greek Monolingual

το (Α μυθολόγημα) μυθολογώ
διήγηση τὸ υπό μορφή μύθου («τὸ μὲν τοῡ Σιδωνίου μυθολόγημα ῥᾴδιον ἐγένετο», Πλάτ.)
νεοελλ.
πλάσμα της φαντασίας, μύθευμα.

Greek Monotonic

μῡθολόγημα: -ατος, τό, μυθικό αφήγημα, σε Πλάτ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μῡθολόγημα: ατος τό сказка, басня Plat., Plut., Luc.

Middle Liddell

μῡθολόγημα, ατος, τό, [from μῡθολογέω]
a mythical narrative, Plat., Plut.