ὀμματοστερής: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀμμᾰτοστερής:''' <b class="num">1)</b> лишенный глаз, слепой ([[πρέσβυς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> сжигающий почки (φλογμὸς ὀ. φυτῶν Aesch.).
|elrutext='''ὀμμᾰτοστερής:''' <b class="num">1)</b> лишенный глаз, слепой ([[πρέσβυς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> сжигающий почки (φλογμὸς ὀ. φυτῶν Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀμμᾰτο-στερής, ές [[στερέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[bereft]] of eyes, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. depriving of eyes, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν [[heat]] that robs plants of [[their]] eyes or buds, Aesch.
}}
}}

Revision as of 04:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμᾰτοστερής Medium diacritics: ὀμματοστερής Low diacritics: ομματοστερής Capitals: ΟΜΜΑΤΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: ommatosterḗs Transliteration B: ommatosterēs Transliteration C: ommatosteris Beta Code: o)mmatosterh/s

English (LSJ)

ές,

   A bereft of eyes, S.OC1260, E.Ph.327 (lyr.).    II Act., depriving of eyes, φλογμὸς ὀ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, A.Eu.940 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 332] ές, der Augen beraubt; κρᾶς, Soph. O. C. 1262; Eur. Phoen. 331. – Auch act., der Augen beraubend, blendend, φλογμός τ' ὀμ. φυτῶν, Aesch. Eum. 900.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμᾰτοστερής: -ές, ὁ ἐστερημένος τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Εὐρ. Φοίν. 328. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποστερῶν τῶν ὀφθαλμῶν, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότης ἥτις στερεῖ τὰ φυτὰ τῶν ὀφθαλμῶν («μπουμπουκίων») αὐτῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 privé de la vue;
2 qui prive de la vue.
Étymologie: ὄμμα, στερέω.

Greek Monolingual

ὀμματοστερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει οφθαλμούς
2. αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο καύσωνας στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιο-στερής, πατρο-στερής].

Greek Monotonic

ὀμμᾰτοστερής: -ές (στερέω),·
I. αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότητα που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα άνθη τους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀμμᾰτοστερής: 1) лишенный глаз, слепой (πρέσβυς Eur.);
2) сжигающий почки (φλογμὸς ὀ. φυτῶν Aesch.).

Middle Liddell

ὀμμᾰτο-στερής, ές στερέω
I. bereft of eyes, Soph., Eur.
II. act. depriving of eyes, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, Aesch.