ὁμόσκηνος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμόσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που μένει στην [[ίδια]] [[σκηνή]] με κάποιον [[άλλο]]. | |lsmtext='''ὁμόσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που μένει στην [[ίδια]] [[σκηνή]] με κάποιον [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁμό-σκηνος, ον, [σκηνη]<br />[[living]] in the [[same]] [[tent]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A one living in the same tent, messmate, D.H.1.55,6.74, Men.Prot.p.3D.; cf. ὁμόσκευος. 2 Adj., θλῆθος ἀνδρῶν -ον Max.Tyr.6.4 ; living with, θεὸς ὁ. τῷ πλήθει J.AJ3.8.10.
German (Pape)
[Seite 340] in demselben Zelte wohnend, Zeltgenosse, τινί, D. Hal. 1, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόσκηνος: -ον, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ διαμένων, ὁμοτράπεζος, Λατ. contubernalis, Διον. Ἁλ. 6. 74. 2) σύνοικος, τινι ὁ αὐτ. 1. 55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de tente, compagnon.
Étymologie: ὁμός, σκηνή.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόσκηνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλο
αρχ.
1. σύνοικος, συγκάτοικος
2. σύντροφος, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σκηνή.
Greek Monotonic
ὁμόσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που μένει στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλο.