παλινάγρετος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(3b) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλινάγρετος:''' могущий быть снова пойманным: [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον Hom. безвозвратное, т. е. нерушимое слово. | |elrutext='''πᾰλινάγρετος:''' могущий быть снова пойманным: [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον Hom. безвозвратное, т. е. нерушимое слово. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πᾰλῐν-άγρετος, ον, [[ἀγρέω]]<br />to be taken [[back]] or recalled, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον an [[irrevocable]] [[word]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, (ἀγρέω)
A to be taken back or recalled, οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν irrevocable, Il.1.526; π. ἀάτη Hes.Sc.93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; π. αἰών, ἀρχή, etc., Nonn.D.3.255, 6.175, al.; recoverable, of an element, Numen. ap. Eus.PE15.17. 2 retracting his words, of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5.
German (Pape)
[Seite 450] zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ὁ ὀπίσω λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ἀμετάκλητος λόγος, Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut changer, révocable.
Étymologie: πάλιν, ἀγρέω.
English (Autenrieth)
(ἀγρέω=αἱρέω): to be taken back, revocable, Il. 1.526†.
Greek Monolingual
παλινάγρετος, -ον (Α)
1. αυτός που ανακαλείται («[[[ἔπος]]] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος
3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -άγρετος (< ἀγρῶ «κυριεύω», πρβλ. αυτ-άγρετος].
Greek Monotonic
πᾰλῐνάγρετος: -ον (ἀγρέω), αυτός που στέλνεται πίσω ή ανακαλείται, ἔπος οὐ παλινάγρετον, αμετάκλητος λόγος, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλινάγρετος -ον [πάλιν, ἀγρέω] herroepbaar.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινάγρετος: могущий быть снова пойманным: ἔπος οὐ παλινάγρετον Hom. безвозвратное, т. е. нерушимое слово.
Middle Liddell
πᾰλῐν-άγρετος, ον, ἀγρέω
to be taken back or recalled, ἔπος οὐ παλινάγρετον an irrevocable word, Il.