πινακοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πινακοπώλης -ου, ὁ [πίναξ, πωλέω] verkoper van schotels (met geplukt gevogelte erop).
|elnltext=πινακοπώλης -ου, ὁ [πίναξ, πωλέω] verkoper van schotels (met geplukt gevogelte erop).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῐνᾰκο-[[πώλης]], ου, ὁ, [[πωλέομαι]]<br />one who sells [[small]] birds plucked and ranged [[upon]] a [[board]], Ar.
}}
}}

Revision as of 05:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰκοπώλης Medium diacritics: πινακοπώλης Low diacritics: πινακοπώλης Capitals: ΠΙΝΑΚΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: pinakopṓlēs Transliteration B: pinakopōlēs Transliteration C: pinakopolis Beta Code: pinakopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who sells small birds plucked and ranged upon a board, Ar.Av.14, cf. Sch.

German (Pape)

[Seite 616] ὁ, 1) Brettverkäufer. – 2) der auf einem Brette zusammengereih'te Vögel verkauft, Ar. Av. 14; Poll. 7, 197.

Greek (Liddell-Scott)

πῑνᾰκοπώλης: -ου, ὁ, = ὀρνεοπώλης, «ὁ τὰ λιπαρὰ τῶν ὀρνέων ἐπὶ πινάκων πωλῶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινακοπώλης· ὀρνιθοπώλης, τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λοιπὰ ὁρμαθίζοντες».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchands de petits oiseaux qu’on étalait sur une planche tout préparés pour être cuits.
Étymologie: πίναξ, πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πουλούσε μαδημένα πουλερικά, τοποθετημένα πάνω σε ξύλινη σανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + -πώλης].

Greek Monotonic

πῐνᾰκοπώλης: -ου, ὁ (πωλέομαι), κάποιος που πουλά μικρά πουλιά μαδημένα και παρατεταγμένα σε σανίδες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πῐνᾰκοπώλης: ου ὁ лотошник (продающий с лотка ощипанных птичек) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πινακοπώλης -ου, ὁ [πίναξ, πωλέω] verkoper van schotels (met geplukt gevogelte erop).

Middle Liddell

πῐνᾰκο-πώλης, ου, ὁ, πωλέομαι
one who sells small birds plucked and ranged upon a board, Ar.