γενειάς: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γένειον]]<br /><b class="num">1.</b> a [[beard]], Od., Trag.<br /><b class="num">2.</b> in pl. the sides of the [[face]], cheeks, Eur. | |mdlsjtxt=[[γένειον]]<br /><b class="num">1.</b> a [[beard]], Od., Trag.<br /><b class="num">2.</b> in pl. the sides of the [[face]], cheeks, Eur. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γενειάς]] -άδος, ἡ [[γένειον]]<br /><b class="num">1.</b> baard(haar).<br /><b class="num">2.</b> plur. wangen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 10 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A beard, κυάνεαι . . γενειάδες ἀμφὶ γένειον (pl. for sg.) Od.16.176; δάσκιον γενειάδα A.Pers.316, cf. S.Tr.13, Theoc.2.78; πρός <σε> γενειάδος . . ἄντομαι E.Supp.277. 2 pl., cheeks, E.Ion1460, Ph. 1381, IT1366; of horses, χαλινὰ γενειάσιν ἀφρίζοντες δάπτον Q.S.4.548. II bandage for the chin, Heliod. ap. Orib.48.20.9, Gal.18 (1).786.
German (Pape)
[Seite 482] άδος, ἡ, 1) Bart, Hom. einmal, Odyss. 16, 176 κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, v. l. ἐθειράδες, Aristarch las γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 ἔθειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς θρίξ. ὅθεν Ἀριστοτέλης (leg. Ἀρίσταρχος) ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν »κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον«, οὐκ »ἐθειράδες«. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 121. – Aesch. Pers. 308; Eur. Suppl. 290. – 2) das Kinn, Aesch. frg. Glauc. 25; Eur. Phoen. 1390; von Pferden, Qu. Sm. 4, 548. – Auch = Wange, Eur. Hec. 344 I. T. 1366; Orph. Arg. 881. – Als adj. fem., das Kinn betreffend, Galen.; Poll. 1, 147.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάς: -άδος, ἡ, (γένειον) γένειον, πώγων, κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ γένειον (πληθ. ἀντὶ ἑνικ.) Ὀδ. ΙΙ. 176· δάσκιον γενειάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 316, πρβλ. Σοφ. Τρ. 13· πρός σε τὴν γενειάδα… ἄντομαι Εὐρ. Ἱκέτ. 277· πρβλ. γένειον. 2) κατὰ πληθ., τὰ πλάγια τοῦ στόματος, γνάθοι, παρειαί, Εὐρ. Ἴωνι 1460, Φοιν. 1381, Ι. Τ. 1366. ΙΙ) δεσμὸς διὰ τὴν κάτω σιαγόνα, Γαλην. 12, 476, 480.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 barbe;
2 joue.
Étymologie: γένειον.
English (Autenrieth)
άδος (γένειον): pl., beard, Od. 16.176†.
Greek Monolingual
η (Α)
βλ. γενειάδα.
Greek Monotonic
γενειάς: -άδος, ἡ (γένειον),
1. γενειάδα, μούσι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
2. στον πληθ., οι παρειές του προσώπου, τα μάγουλα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
γενειάς: άδος ἡ
1) борода Hom.; pl. Aesch., Eur.;
2) щека Eur.;
3) подбородок, челюсть (κάπροι ἀφρῷ διάβροχοι γενειάδας Eur.).
Middle Liddell
γένειον
1. a beard, Od., Trag.
2. in pl. the sides of the face, cheeks, Eur.