προσδιαλέγομαι: Difference between revisions
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσδιαλέγομαι:''' <b class="num">1)</b> участвовать в беседе, отвечать собеседнику: διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Her. когда (Периандр) говорил, (Ликофрон) не вступал в беседу (с ним); ὁ προσδιαλεγόμενος Plat. собеседник;<br /><b class="num">2)</b> заговаривать, обращаться (θεοῖς εὐχαῖς καὶ ἱκετείαις Plat.). | |elrutext='''προσδιαλέγομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> участвовать в беседе, отвечать собеседнику: διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Her. когда (Периандр) говорил, (Ликофрон) не вступал в беседу (с ним); ὁ προσδιαλεγόμενος Plat. собеседник;<br /><b class="num">2)</b> заговаривать, обращаться (θεοῖς εὐχαῖς καὶ ἱκετείαις Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 10 January 2019
English (LSJ)
A answer in conversation or disputation, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Hdt.3.50, cf. 52, Pl.Tht.161b, Eus.Mynd.1; ὁ προσδιαλεγόμενος Pl.Prt.342e, Sph.218a, Arist.SE165b15. 2 simply, hold converse with, θεοῖς π. εὐχαῖς Pl.Lg.887e; negotiate with, τοῖς ἀνθρώποις PSI4.344.3,7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 755] (s. λέγω), sich unterreden, τινί, mit Einem, indem man auf seine Fragen antwortet; διαλεγομένῳ οὐ προσδιαλέγεσθαι, dem Anredenden nicht antworten, Her. 3, 50; ὁ προσδιαλεγόμενος, der, mit dem man sich unterhält, und der auf die Fragen antwortet, Plat. Soph. 217 c Theaet. 161 b u. öfter; auch = anreden, θεοῖς εὐχαῖς προσδιαλεγόμενοι καὶ ἱκετείαις, Legg. X, 887 e; Sp., wie Plut. Pyrrh. 16.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιαλέγομαι: ἀποθ., ἀποκρίνομαι ἐν διαλόγῳ ἢ συζητήσει, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Ἡρόδ. 3. 50, πρβλ. 52, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ὁ προσδιαλεγόμενος ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Ε, ἐν Σοφιστ. 218Α. 2) ἁπλῶς, διαλέγομαι πρός τινα, θεοῖς πρ. εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 441.
French (Bailly abrégé)
f. προσδιαλέξομαι, ao. προσδιελέχθην, etc.
s’entretenir avec, particul. répondre à (dans une conversation ou une discussion), τινι.
Étymologie: πρός, διαλέγομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. συνδιαλέγομαι, συνομιλώ
2. προσφωνώ, προσαγορεύω
3. συναλλάσσομαι με κάποιον.
Greek Monotonic
προσδιαλέγομαι: αποθ., απαντώ σε συζήτηση ή λογομαχία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
προσδιαλέγομαι:
1) участвовать в беседе, отвечать собеседнику: διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Her. когда (Периандр) говорил, (Ликофрон) не вступал в беседу (с ним); ὁ προσδιαλεγόμενος Plat. собеседник;
2) заговаривать, обращаться (θεοῖς εὐχαῖς καὶ ἱκετείαις Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-διαλέγομαι een gesprek voeren met, met dat.:; ὡς... προσδιαλέγοιτο τοῖς ἑταίροις ἅμα βαδίζων om onder het lopen een gesprek te voeren met zijn metgezellen Plut. Aem. 23.2; ptc. subst.. ὁ προσδιαλεγόμενος de gesprekspartner Plat. Prot. 342e.
Middle Liddell
Dep. to answer in conversation or disputation, Hdt.