ἐγκατασπείρω: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(1ab) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐγκατασπείρω:''' <b class="num">1)</b> (внутрь чего-л.) сеять, т. е. вводить, внедрять (τὴν ζῳότητα τῇ ὕλῃ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> рассеивать, распределять (στρατιῶται ἐγκατεσπαρμένοι πόλεσιν Plut.). | |elrutext='''ἐγκατασπείρω:'''<br /><b class="num">1)</b> (внутрь чего-л.) сеять, т. е. вводить, внедрять (τὴν ζῳότητα τῇ ὕλῃ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> рассеивать, распределять (στρατιῶται ἐγκατεσπαρμένοι πόλεσιν Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -σπερῶ<br />to [[disperse]] in or [[among]], Plut. | |mdlsjtxt=fut. -σπερῶ<br />to [[disperse]] in or [[among]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 10 January 2019
English (LSJ)
A scatter, sow, implant in or among, ἐλπίδα τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων Ph.2.673; τι τῇ ὕλῃ Plu.2.1001b; φήμην Hdn.2.1.3:—Pass., Plu. Cic.14, Aen.Gaz.Thphr.p.69 B.
German (Pape)
[Seite 706] darin, darunter säen, ausstreuen, ταῖς πόλεσιν υἱοὺς ἄρχοντας Plut. Thes. 3; ταῖς πόλεσιν ἐγκατεσπαρμέναι, in den Städten zerstreu't, Cic. 14; – a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατασπείρω: διασπείρω ἐντός τινος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ἀφ’ ἑαυτοῦ τῇ ὕλῃ καὶ κατέμιξε Πλουτ. Ἠθ. 1061Β.
French (Bailly abrégé)
répandre dans, disséminer dans.
Étymologie: ἐν, κατασπείρω.
Spanish (DGE)
1 dispersar, esparcir, extender c. ac. y dat. loc. πρὶν ἂν τοῖς βλεφάροις τὸ πάθος ἐγκατασπεῖραι Seuer. en Aët.7.45, en v. pas. στρατιῶται ... πόλεσιν Plu.Cic.14, ἰκμάς τις ... τῷ βάθει τῆς γῆς Gr.Nyss.Ordin.340.13
•agr. sembrar, implantar τὸν κόκκον τοῦ σινάπεως εἰς τὴν ἀγαθὴν γῆν Iren.Lugd.Haer.1.13.2, en sent. fig. ἐκεῖνο ... ὑμῶν ταῖς ἀκοαῖς A.Io.34.1.
2 fig. diseminar, dispersar τὰ ἡμερότητος ... σπέρματα ταῖς διανοίαις Ph.2.397, θειότητος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ... τῇ ὕλῃ Plu.2.1001b, cf. Corp.Herm.8.3, διερριμμένως τὰ ζώπυρα τῶν ... δογμάτων Clem.Al.Strom.7.18.110, τὰ ... δύσγνωστα ... ἐν τῷ πλάτει καρδίας Hippol.Antichr.1, en v. pas. τοῖς μὲν οὖν ἀλόγοις οὐδὲν ἀθάνατον ἐγκατέσπαρται Aen.Gaz.Thphr.62.5
•ref. la palabra difundir τὸ σόφισμα τοῦτο πᾶσιν Charito 3.3.16, δόξας ... τοῖς πλήθεσιν I.Ap.2.239, φήμην Hdn.2.1.3, cf. Procl.in Ti.2.76.26.
Greek Monolingual
(AM ἐγκατασπείρω)
διασπείρω, διασκορπίζω μέσα σ' έναν χώρο.
Greek Monotonic
ἐγκατασπείρω: μέλ. -σπερῶ, διασκορπίζω μέσα ή μεταξύ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατασπείρω:
1) (внутрь чего-л.) сеять, т. е. вводить, внедрять (τὴν ζῳότητα τῇ ὕλῃ Plut.);
2) рассеивать, распределять (στρατιῶται ἐγκατεσπαρμένοι πόλεσιν Plut.).