τετράς: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[άδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τετράδα]].———————— <b>(II)</b><br />-άντος, ο / τετρᾱς, -ᾱντος, ΝΜΑ<br />χάλκινο [[νόμισμα]] τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε [[αξία]] ίση με ένα [[τέταρτο]] του ασσαρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />γεωμετρικό όργανο ευρύτατης [[άλλοτε]] χρήσης για [[μέτρηση]] υψών και αποστάσεων ή γωνιών σκοπεύσεως<br /><b>αρχ.</b><br />το [[τέταρτο]] κύκλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i>, -<i>ᾶντος</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> -<i>ᾱεις</i>, -<i>ᾱεντος</i>, <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξ</i>-<i>ᾶς</i>. Ο τ. με σημ. «ρωμαϊκό [[νόμισμα]]» [[είναι]] [[απόδοση]] του λατ. <i>quadrans</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>quattuor</i> «[[τέσσερα]]»)].———————— <b>(III)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] πολλών μικρόσωμων και ανθεκτικών ψαριών ενυδρείου της οικογένειας characidae.
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[άδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τετράδα]].<br /><b>(II)</b><br />-άντος, ο / τετρᾱς, -ᾱντος, ΝΜΑ<br />χάλκινο [[νόμισμα]] τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε [[αξία]] ίση με ένα [[τέταρτο]] του ασσαρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />γεωμετρικό όργανο ευρύτατης [[άλλοτε]] χρήσης για [[μέτρηση]] υψών και αποστάσεων ή γωνιών σκοπεύσεως<br /><b>αρχ.</b><br />το [[τέταρτο]] κύκλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i>, -<i>ᾶντος</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> -<i>ᾱεις</i>, -<i>ᾱεντος</i>, <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξ</i>-<i>ᾶς</i>. Ο τ. με σημ. «ρωμαϊκό [[νόμισμα]]» [[είναι]] [[απόδοση]] του λατ. <i>quadrans</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>quattuor</i> «[[τέσσερα]]»)].<br /><b>(III)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] πολλών μικρόσωμων και ανθεκτικών ψαριών ενυδρείου της οικογένειας characidae.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράς Medium diacritics: τετράς Low diacritics: τετράς Capitals: ΤΕΤΡΑΣ
Transliteration A: tetrás Transliteration B: tetras Transliteration C: tetras Beta Code: tetra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A the number four, Arist.Metaph.1081b16, 1090b23, Ph.1.22, Plu.Lyc.5, etc.    2 the fourth dav of the month, h.Merc. 19, Hes.Op.794,798, Ar.Nu.1131, Th.5.54, IG12.304.50,62, etc.; so Boeot. πετράς (q.v.); τετράδι γέγονας, prov. of one born to a life of labour (cf. τετραδισταί 11), Pl.Com.100, cf. Aristonym.4, Sannyr. 5.    b the fourth day of the week, Wednesday, Cod.Just.9.4.6.1.    3 a space of four days, Hp.Prog.20.    4 the four quarters of the moon, Thphr.Sign.5,27,38.    II = τετραρχία 1, Hellanic.52 J.    III κατὰ τετράδα διατετάχθαι in four divisions, Ascl.Tact.3.1.

German (Pape)

[Seite 1099] άδος, ἡ, die Zahl 4, Plut. Symp. 9, 2 u. a. Sp. – Bes. der vierte Tag, Hes. O. 796. 800. 811. 821; φθίνοντος, Thuc. 5, 54; er war in jedem Monate dem Hermes geweiht, Schol. Ar. Plut. 1126. – Auch eine Zeit von vier Tagen. – Ein Quartblatt, quaternio.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
le quatrième jour du mois.
Étymologie: τέτταρες.

Greek Monolingual

(I)
-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. τετράδα.
(II)
-άντος, ο / τετρᾱς, -ᾱντος, ΝΜΑ
χάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο του ασσαρίου
νεοελλ.
γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών σκοπεύσεως
αρχ.
το τέταρτο κύκλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κατάλ. -ᾶς, -ᾶντος (πιθ. < -ᾱεις, -ᾱεντος, βλ. λ. -όεις), πρβλ. ἑξ-ᾶς. Ο τ. με σημ. «ρωμαϊκό νόμισμα» είναι απόδοση του λατ. quadrans (< quattuor «τέσσερα»)].
(III)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία πολλών μικρόσωμων και ανθεκτικών ψαριών ενυδρείου της οικογένειας characidae.

Greek Monotonic

τετράς: -άδος, ἡ, η τέταρτη μέρα του μήνα, σε Ησίοδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τετράς: άδος (ᾰδ) ἡ
1) число четыре, четверица, четверка Arst.;
2) четвертый день месяца HH, Hes., Arph.

Middle Liddell

τετράς, άδος,
the fourth day of the month, Hes., Ar.