ἀλουσία: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(1a)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και αλουσά, η (AM [[ἀλουσία]] και Α [[ἀλουτία]])<br />το να μην λούζεται ή να μην πλένεται [[κανείς]], η [[απλυσιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το νεοελλ. [[αλουσιά]] (<i>από</i> όπου το <i>αλουσά</i>) <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀλουσία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄλουτος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀθανασία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀθάνατος]], [[ἀπλυσία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄπλυτος]] <b>κ.λπ.</b>)].———————— <b>(II)</b><br />και αλουσά, η<br />κατασταλαχτό [[νερό]] της μπουγάδας, [[αλισίβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> μσν. <i>ἀλισιά</i> <span style="color: red;"><</span> βενετ. <i>lissia</i> (ιταλ. <i>lisciva</i>) λατ. <i>lixiva</i> (<i>aqua</i>), «στακτόν ύδωρ». Το -<i>ου</i>- [[κατά]] το <i>έλουσα</i>, παρετυμολογικά].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και αλουσά, η (AM [[ἀλουσία]] και Α [[ἀλουτία]])<br />το να μην λούζεται ή να μην πλένεται [[κανείς]], η [[απλυσιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το νεοελλ. [[αλουσιά]] (<i>από</i> όπου το <i>αλουσά</i>) <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀλουσία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄλουτος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀθανασία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀθάνατος]], [[ἀπλυσία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄπλυτος]] <b>κ.λπ.</b>)].<br /><b>(II)</b><br />και αλουσά, η<br />κατασταλαχτό [[νερό]] της μπουγάδας, [[αλισίβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> μσν. <i>ἀλισιά</i> <span style="color: red;"><</span> βενετ. <i>lissia</i> (ιταλ. <i>lisciva</i>) λατ. <i>lixiva</i> (<i>aqua</i>), «στακτόν ύδωρ». Το -<i>ου</i>- [[κατά]] το <i>έλουσα</i>, παρετυμολογικά].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλουσία Medium diacritics: ἀλουσία Low diacritics: αλουσία Capitals: ΑΛΟΥΣΙΑ
Transliteration A: alousía Transliteration B: alousia Transliteration C: alousia Beta Code: a)lousi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A being unwashed, Hp.de Arte 5; ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας E.Or.226, cf. Alex.197: pl., ἀλουσίησι . . συμπεπτωκώς Hdt. 3.52, cf. Hp.Morb.2.71.

German (Pape)

[Seite 109] ἡ, Ungewaschenheit, Schmutz, Her. 3, 52; Aristoph. com. bei D. L. 8, 38; Alex. Ath. IV, 161 d; im plur. Eur. Or. 216 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλουσία: ἡ, τὸ μὴ λούεσθαι, ἡ ἀπλυσία, ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας, Εὐρ. Ὀρ. 226· κατὰ πληθ. ἀλουσίῃσι ... συμπεπτωκώς, Ἡρόδ. 3. 52: - ὡσαύτως ἀλουτία, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, ἔνθα ἴδε Meineke.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut de propreté de celui qui ne se lave pas.
Étymologie: ἄλουτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη
1 falta de bañocomo prescripción médica λούτροισιν ἢ ἀλουσίῃ con baños o sin ellos Hp.de Arte 5, δωδεκάτῃ δὲ τοῦ μηνὸς ἀλουσίαν προστάττει ὁ θεός Aristid.1.274, ἐκ τῆς ἀλουσίας αἰσθάνομαι καὶ δριμὺ ὀ[σ] δομένου τοῦ σώματος PSI 297.3 (V a.C.)
como práctica ascética ἀλουσίαν οὐ φέρω Chrys.M.50.433, cf. Eus.Alex.Serm.M.86.440D, Ephr.Syr.3.425F.
2 desaseo, desaliño ἀλουσίῃσί τε καὶ ἀσιτίῃσι συμπεπτωκότα Hdt.3.52, ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας E.Or.226, cf. Alex.197, cf. ἀλουτία.

Greek Monolingual

(I)
και αλουσά, η (AM ἀλουσία και Α ἀλουτία)
το να μην λούζεται ή να μην πλένεται κανείς, η απλυσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. αλουσιά (από όπου το αλουσά) < αρχ. ἀλουσία < ἄλουτος (πρβλ. και ἀθανασία < ἀθάνατος, ἀπλυσία < ἄπλυτος κ.λπ.)].
(II)
και αλουσά, η
κατασταλαχτό νερό της μπουγάδας, αλισίβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ἀλισιά < βενετ. lissia (ιταλ. lisciva) λατ. lixiva (aqua), «στακτόν ύδωρ». Το -ου- κατά το έλουσα, παρετυμολογικά].

Greek Monotonic

ἀλουσία: ἡ, μη λούσιμο, απλυσιά, έλλειψη καθαριότητας, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλουσία: ион. ἀλουσίη ἡ тж. pl. не(у)мытость Eur., Diog. L.: ἀλουσίῃσι συμπεπτωκώς Her. (давно) немытый, неопрятный.

Middle Liddell

[From ἄλουτος
a being unwashen, want of the bath, Hdt., Eur.