Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξοδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(12)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξοδιάζω]] (AM [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε έξοδα<br /><b>2.</b> (για ζωή, καιρό) [[περνώ]] («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)<br /><b>3.</b> [[ξεπουλώ]]<br /><b>4.</b> θυσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] τα έξοδα, [[πληρώνω]].———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[κηδεύω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξοδιάζω]] (AM [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε έξοδα<br /><b>2.</b> (για ζωή, καιρό) [[περνώ]] («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)<br /><b>3.</b> [[ξεπουλώ]]<br /><b>4.</b> θυσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] τα έξοδα, [[πληρώνω]].<br /><b>(II)</b><br />(Μ [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[κηδεύω]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοδιάζω Medium diacritics: ἐξοδιάζω Low diacritics: εξοδιάζω Capitals: ΕΞΟΔΙΑΖΩ
Transliteration A: exodiázō Transliteration B: exodiazō Transliteration C: eksodiazo Beta Code: e)codia/zw

English (LSJ)

   A scatter, [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J.    2 pay in full, defray, discharge, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).1167 (Gythium); τινὶ τὸ διάφορον ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί Test.Epict.7.8, cf. IG12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., LXX 4 Ki.12.12(13): metaph. in Act., Gal.Anim.Pass.1.2 (dub.).

German (Pape)

[Seite 884] ausgeben, verwenden, wie Schol. Ar. Plut. 380 ἀναλώσας durch ἐξοδιάσας erkl.; LXX. u. Sp., wie Inscr. 1391.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοδιάζω: διασκορπίζω, Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) ἀποτίνω, πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. αὐτόθι 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. ἔξοδος IV. 3) ἀναλίσκω, δαπανῶ, ἐξοδιάζω ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).

Greek Monolingual

(I)
και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) εξόδιος
ξοδεύω, δαπανώ
μσν.- νεοελλ.
1. υποβάλλω σε έξοδα
2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)
3. ξεπουλώ
4. θυσιάζομαι
5. διασκορπίζω
αρχ.
καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω.
(II)
ἐξοδιάζω) εξόδιος
κηδεύω.