ᾠδός: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, και [[ὠδόν]], τὸ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[οὐδός]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />ὁ, ἡ, (Α, [[ᾠδός]])<br /><b>1.</b> [[αοιδός]]<br /><b>2.</b> [[ποτήρι]] με [[κρασί]] που έδινε ο [[ένας]] στον [[άλλο]] τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του [[ἀοιδός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείδω]] «[[τραγουδώ]]»)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, και [[ὠδόν]], τὸ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[οὐδός]] (Ι).<br /><b>(II)</b><br />ὁ, ἡ, (Α, [[ᾠδός]])<br /><b>1.</b> [[αοιδός]]<br /><b>2.</b> [[ποτήρι]] με [[κρασί]] που έδινε ο [[ένας]] στον [[άλλο]] τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του [[ἀοιδός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείδω]] «[[τραγουδώ]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠδός Medium diacritics: ᾠδός Low diacritics: ωδός Capitals: ΩΔΟΣ
Transliteration A: ōidós Transliteration B: ōdos Transliteration C: odos Beta Code: w)|do/s

English (LSJ)

ὁ (and in Paus.10.5.12, ἡ), contr. for ἀοιδός,

   A singer, χρησμῶν E.Heracl.488, cf. Phld.Mus.p.20 K., etc.; μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, prov. of a second-rate musician, Cratin.243, cf. Arist.Fr.545; οἱ τοῦ Διονύσου ᾠ. Pl.Lg.812b; χορούς τινας . . ᾠδούς ib.800e; of cicadae, οἱ ὑπὲρ κεφαλῆς ᾠ. Id.Phdr.262d, cf. AP6.54 (Paul.Sil.); τὸν ἀλεκτρυόνα τὸν ᾠδὸν ἀποπνίξασά μου Pl.Com.14D.; ὑπὸ τὸν ᾠδὸν ὄρνιθα about cockcrow, Poll.1.71.    II the cup passed round when a scolion was sung, Antiph.85.2, cf. Tryphoap.Ath.11.503d.

German (Pape)

[Seite 1408] ὁ, zsgzgn statt ἀοιδός (von ἀείδω, ᾄδω), der Sä nger; ᾠδοὶ χρησμῶν Eur. Heracl. 489; Plat. Phaedr. 262 d Rep. VII, 800 c; ὑπὸ τὸν ᾠδὸν ὄρνιθα, gegen die Zeit des Hahnenschreies, Poll. 1, 71. – Nach Ath. XI, 503 d hieß so der Pokal, bei dem man die Skolien sang, aus Antiphan.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠδός: ὁ, (καὶ παρὰ Παυσ. 10. 5, 5, ἡ), κατὰ συναίρεσιν ἀντὶ ἀοιδός, ψάλτης, χρησμῶν Εὐρ. Ἡρακλ. 488, πρβλ. 403· μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, παροιμία ἐπὶ ἀοιδοῦ τὰ δεύτερα φερομένου, Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 19, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 502· οἱ Διονύσου ᾠδοὶ Πλάτ. Νόμ. 812Β· χορούς τινας… ᾠδοὺς αὐτόθι 800Ε· ἐπὶ τῶν τεττίγων, οἱ ὑπὲρ κεφαλῆς ᾠδοὶ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 54· περὶ τὸν ᾠδὸν ὄρνιθα, καθ’ ὃν χρόνον ᾄδει ὁ ἀλεκτρυών, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. Τὸ ποτήριον τὸ ἐπὶ τῷ σκολίῳ διδόμενον, Ἀντιφάνης ἐν «Διπλασίοις» 1, πρβλ. Τρύφωνα παρ’ Ἀθην. 503D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
chanteur, chanteuse.
Étymologie: contr. p. ἀοιδός.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, και ὠδόν, τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. οὐδός (Ι).
(II)
ὁ, ἡ, (Α, ᾠδός)
1. αοιδός
2. ποτήρι με κρασί που έδινε ο ένας στον άλλο τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ἀοιδός (< ἀείδω «τραγουδώ»)].

Greek Monotonic

ᾠδός: ὁ, συνηρ. του ἀοιδός, τραγουδιστής, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ᾠδός: ὁ и ἡ [стяж. к ἀοιδός певец, певица Plat., Arst., Anth.: χρησμῶν ᾠδοί Eur. песнопевцы-прорицатели.

Middle Liddell

ᾠδός, οῦ, ὁ,
a singer, Eur., Plat. [contr. for ἀοιδός