ἔμπα: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(2) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[έμπας]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[έμπας]].<br /><b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> το να μπαίνει [[κάποιος]] [[κάπου]], η [[είσοδος]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]], [[θύρα]]<br /><b>3.</b> [[έναρξη]] περιόδου («το [[έμπα]] του χειμώνα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[έμπα]]-[[έβγα]]» — το να μπαινοβγαίνει [[συνεχώς]] [[κάποιος]] άσκοπα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:25, 10 January 2019
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἔμπας.
Spanish (DGE)
v. ἔμπας.
Greek Monolingual
(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.
(II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.
Greek Monotonic
ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾱς.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.