ἑξάς: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(1ab)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑξάς]], η (Α) [[έξ]]<br /><b>βλ.</b> [[εξάδα]].———————— <b>(II)</b><br />ο (Α ἑξᾱς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ναυτ.-αστρον.) γωνιομετρικό όργανο που προσδιορίζει με αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης που βρίσκεται ένα [[σκάφος]] [[κατά]] τον πλου ή μετρά τα ύψη τών αστέρων από [[αεροσκάφος]], [[διαστημόπλοιο]] ή [[κατάστρωμα]] πλοίου, [[παρά]] την [[έλλειψη]] σταθερότητας του παρατηρητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ρωμαϊκό [[νόμισμα]] sextans, ίσο με δύο ουγγιές<br /><b>2.</b> [[νόμισμα]] του Τάραντα της Σικελίας, ίσο με 6<sup>2</sup>/<sub>3</sub> δραχμές χαλκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i>. Απόδοση ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>sextans</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑξάς]], η (Α) [[έξ]]<br /><b>βλ.</b> [[εξάδα]].<br /><b>(II)</b><br />ο (Α ἑξᾱς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ναυτ.-αστρον.) γωνιομετρικό όργανο που προσδιορίζει με αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης που βρίσκεται ένα [[σκάφος]] [[κατά]] τον πλου ή μετρά τα ύψη τών αστέρων από [[αεροσκάφος]], [[διαστημόπλοιο]] ή [[κατάστρωμα]] πλοίου, [[παρά]] την [[έλλειψη]] σταθερότητας του παρατηρητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ρωμαϊκό [[νόμισμα]] sextans, ίσο με δύο ουγγιές<br /><b>2.</b> [[νόμισμα]] του Τάραντα της Σικελίας, ίσο με 6<sup>2</sup>/<sub>3</sub> δραχμές χαλκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i>. Απόδοση ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>sextans</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάς Medium diacritics: ἑξάς Low diacritics: εξάς Capitals: ΕΞΑΣ
Transliteration A: hexás Transliteration B: hexas Transliteration C: eksas Beta Code: e(ca/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ἕξ)

   A the number six, Ph.1.3, Luc.Sat.4, Plu.Lyc.5, etc.: pl., ἑξάδες ἄρτων, υἱῶν, Ph.2.239,418.

German (Pape)

[Seite 873] άδος, ἡ, die Zahl Sechs, Luc. Saturn. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
le nombre six, demi-douzaine.
Étymologie: ἕξ.

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
1 el número seis Μωυσῆς ... ἑξάδι μὲν τὴν γένεσιν τῶν τοῦ κόσμου μερῶν ἀναθείς ref. a los seis días de la creación, Ph.2.281, ἑ. μὲν γὰρ ἀρτιοπέριττος ἀριθμός el seis es un número par e impar a la vez Ph.ib., cf. Luc.Sat.4, Plu.Lyc.5, πάντων ἀριθμῶν πρῶτος τέλειος ... ἡ δ' ἑ. ὡς ἴση τοῖς αὑτῆς μέρεσι Plu.2.738f, cf. Speus.28.41, 42, Nicom.Ar.1.19, Hippol.Haer.8.13.1, en la teoría musical μέχρι γὰρ ἑξάδος ηὐξήθη συλλαβή τε καὶ πούς καὶ μέτρον διὰ τὴν τοῦ ἀριθμοῦ τελειότητα Aristid.Quint.45.15, cf. 102.10.
2 grupo de seis, héxada gener. c. gen. αἱ διτταὶ τῶν ... ἄρτων ἑξάδες Ph.2.239, cf. 418, abs. τάσσειν τοὺς ἐργαζομένους ... εἰς ἑξάδας Gp.2.45.4, esp. en fil., entre los neoplatónicos ἀπὸ γὰρ τῶν ἀπολύτων ἑξάδων τῆς τε ἀρρενωποῦ καὶ τῆς θηλυπρεποῦς de los dos grupos de seis dioses, Procl.in Ti.1.220.26, cf. Dam.in Prm.382, entre los gnósticos, considerada un eón, Val.Gn.Fr. en Epiph.Const.Haer.31.6.8, en astrol., Vett.Val.222.20, 223.9.
3 entre los pitagóricos casamiento, matrimonio γάμος γὰρ παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις, ὡς ἂν γόνιμος ἀριθμός, ἡ ἑξὰς καλεῖται Clem.Al.Strom.5.14.93.

Greek Monolingual

(I)
ἑξάς, η (Α) έξ
βλ. εξάδα.
(II)
ο (Α ἑξᾱς)
νεοελλ.
(ναυτ.-αστρον.) γωνιομετρικό όργανο που προσδιορίζει με αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης που βρίσκεται ένα σκάφος κατά τον πλου ή μετρά τα ύψη τών αστέρων από αεροσκάφος, διαστημόπλοιο ή κατάστρωμα πλοίου, παρά την έλλειψη σταθερότητας του παρατηρητή
αρχ.
1. το ρωμαϊκό νόμισμα sextans, ίσο με δύο ουγγιές
2. νόμισμα του Τάραντα της Σικελίας, ίσο με 62/3 δραχμές χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. sextans)].

Greek Monotonic

ἑξάς: -άδος, ἡ (ἕξ), το ουσ. του αριθμού έξι, σε Πλούτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἑξάς: άδος ἡ число шесть, шестерка Arst., Luc., Plut.

Middle Liddell

ἑξάς, άδος, n [ἕξ]
the number six, Plut., etc.