ἀποτελεσματικός: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(1b) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποτελεσματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φέρνει ικανοποιητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αποτελεσματική</i><br />η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποτελεσματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φέρνει ικανοποιητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αποτελεσματική</i><br />η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αποτελεσματικός]]<br />ο [[αστρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγωγικός]], [[τελεσφόρος]]<br /><b>2.</b> [[αστρολογικός]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που επιδρά σε κάποιον ή [[κάτι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποτελεσματικός:''' завершающий, т. е. дающий (конкретные) результаты ([[τέχνη]], ὡς [[ζωγραφία]] Sext.). | |elrutext='''ἀποτελεσματικός:''' завершающий, т. е. дающий (конкретные) результаты ([[τέχνη]], ὡς [[ζωγραφία]] Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A productive of material objects, τέχνη ἀ., opp. θεωρητική and πρακτική, S.E.M.11.197: generally, productive, τινός Sor.1.48, Gal.19.475. II astrologically influential, Ptol. Tetr.90; of or for astrology, λόγος Vett. Val.332.1; -κή (sc. τέχνη), ἡ, Eust.900.34, Simp. in Ph.293.11; ἀποτελεσματικά, name of a work on astrology by Paul.Al.; οἱ -κοί astrologers, Eust.193.7.
German (Pape)
[Seite 330] zur Vollendung, zum Erfolg gehörig, bes. zur Prophezeiung aus den Constellationen der Gestirne, Sp. ἡ -ική, sc. τέχνη, die Nativitätstellerei; οἱ -ικοί, die Astrologen, welche die Nativität stellen, Eustath. zur Il. 12, 222.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτελεσματικός: -ή, -όν, ὁ παράγων ἢ ἔχων ἀποτέλεσμα, τέχνη ἀπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θεωρητική, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11.197: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τέλει, ἐπὶ τέλους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 64. 3. ΙΙ. ἀστρολογικῶς, ὁ ἀσκῶν ἐπίδρασιν, Πτολ.: ὁ ἀποβλέπων εἰς τὴν ἀστρολογίαν, τέχνη, ἐπιστήμη Εὐστ. 900.44· ἀποτελεσματικά, ὄνομα συγγράμματος ἀστρολογικοῦ ὑπὸ Παύλου Ἀλεξανδρ.: -κοί, οἱ, ἀστρολόγοι, Εὐστάθ. 193.7.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1productivo, creador τέχνη S.E.M.11.197, τέχναι Sch.D.T.110.33, 445.30, σώματα Gal.19.475, σύμπτωμα ποικίλων ὀρέξεων ἀποτελεσματικόν Sor.35.6.
2 completo, perfecto τῆς τῶν ... προφητείων ἀποτελεσματικῆς συμπληρώσεως Eus.DE 1.1.9.
3 cometido, llevado a término ἁμαρτία μεγάλη Cyr.Al.M.69.833B.
II astrol.
1 relativo a la astrología λόγος Vett.Val.318.28
•ἀποτελεσματικά tratados astrológicos Porph.Plot.15.23, tít. de obras de Ptol., de Paul.Al., de Heliconio, Sud.s.u. Ἑλικώνιος.
2 ἡ ἀποτελεσματική astrología Fulg.3.10, Simp.in Ph.293.11, Eust.900.34.
3 οἱ ἀποτελεσματικοί astrólogos Olymp.in Grg.47.3, Eust.900.34.
4 τὰ ἀποτελεσματικά efectos resultantes de la influencia de los astros Basil.M.29.129C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποτελεσματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που φέρνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. η αποτελεσματική
η αστρολογία
2. το αρσ. ως ουσ. ο αποτελεσματικός
ο αστρολόγος
αρχ.
1. παραγωγικός, τελεσφόρος
2. αστρολογικός
3. αστρολ. αυτός που επιδρά σε κάποιον ή κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτελεσματικός: завершающий, т. е. дающий (конкретные) результаты (τέχνη, ὡς ζωγραφία Sext.).