δίζυγος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(9)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[δίζυγος]], -ον)<br />[[διπλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο ζυγούς<br /><b>2.</b> «δίζυγον πυρ» — [[πυρά]] που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δίζυγο]].
|mltxt=-ο (AM [[δίζυγος]], -ον)<br />[[διπλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο ζυγούς<br /><b>2.</b> «δίζυγον πυρ» — [[πυρά]] που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δίζυγο]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίζῠγος Medium diacritics: δίζυγος Low diacritics: δίζυγος Capitals: ΔΙΖΥΓΟΣ
Transliteration A: dízygos Transliteration B: dizygos Transliteration C: dizygos Beta Code: di/zugos

English (LSJ)

ον,

   A = δίζυξ, μέλος, οὐρή, Nonn.D.15.55, 39.330.

Spanish (DGE)

(δίζῠγος) -ον
doble δίζυγον ... μέλος χαλκόκροτον Nonn.D.15.55, ἰχθύος ... δ. οὐρή Nonn.D.39.330.

Greek Monolingual

-ο (AM δίζυγος, -ον)
διπλός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει δύο ζυγούς
2. «δίζυγον πυρ» — πυρά που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίζυγο.