ρυμουλκός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(36)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, και τ. ουδ. [[ρεμουλκό]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει [[κάτι]] το οποίο [[είναι]] δεμένο [[πίσω]] του<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ρυμουλκός]]<br />σιδηροδρομική [[άμαξα]] έλξης, λοκομοτίβα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ρυμουλκό]] και [[ρεμουλκό]]<br />α) <b>ναυτ.</b> μικρό μηχανοκίνητο [[πλοίο]] με [[χαμηλά]] [[έξαλα]] και [[σχετικώς]] μεγάλο [[βύθισμα]] που χρησιμοποιείται για τη [[διευκόλυνση]] τών χειρισμών τών μεγάλων πλοίων [[κατά]] τον κατάπλου και απόπλου στα λιμάνια, [[καθώς]] και για τη [[ρυμούλκηση]] πλοίων που έχουν υποστεί [[βλάβη]]<br />β) τροχιοδρομικό όχημα που έλκει [[πίσω]] του [[άλλο]] ή άλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῦμα]] «[[σκοινί]], [[τόξο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκός]] ή [[ὁλκή]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐμβρυ</i>-<i>ουλκός</i>. Ο τ. [[ρεμουλκό]] έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>remulco</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ῥυμουλκῶ</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ή, -ό, και τ. ουδ. [[ρεμουλκό]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει [[κάτι]] το οποίο [[είναι]] δεμένο [[πίσω]] του<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ρυμουλκός]]<br />σιδηροδρομική [[άμαξα]] έλξης, λοκομοτίβα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ρυμουλκό]] και [[ρεμουλκό]]<br />α) <b>ναυτ.</b> μικρό μηχανοκίνητο [[πλοίο]] με [[χαμηλά]] [[έξαλα]] και [[σχετικώς]] μεγάλο [[βύθισμα]] που χρησιμοποιείται για τη [[διευκόλυνση]] τών χειρισμών τών μεγάλων πλοίων [[κατά]] τον κατάπλου και απόπλου στα λιμάνια, [[καθώς]] και για τη [[ρυμούλκηση]] πλοίων που έχουν υποστεί [[βλάβη]]<br />β) τροχιοδρομικό όχημα που έλκει [[πίσω]] του [[άλλο]] ή άλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῦμα]] «[[σκοινί]], [[τόξο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκός]] ή [[ὁλκή]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐμβρυ</i>-<i>ουλκός</i>. Ο τ. [[ρεμουλκό]] έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>remulco</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ῥυμουλκῶ</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό, και τ. ουδ. ρεμουλκό, Ν
1. αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει κάτι το οποίο είναι δεμένο πίσω του
2. το θηλ. ως ουσ. η ρυμουλκός
σιδηροδρομική άμαξα έλξης, λοκομοτίβα
3. το ουδ. ως ουσ. το ρυμουλκό και ρεμουλκό
α) ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο πλοίο με χαμηλά έξαλα και σχετικώς μεγάλο βύθισμα που χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση τών χειρισμών τών μεγάλων πλοίων κατά τον κατάπλου και απόπλου στα λιμάνια, καθώς και για τη ρυμούλκηση πλοίων που έχουν υποστεί βλάβη
β) τροχιοδρομικό όχημα που έλκει πίσω του άλλο ή άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῦμα «σκοινί, τόξο» + -ουλκός (< ὁλκός ή ὁλκή < ἕλκω), πρβλ. ἐμβρυ-ουλκός. Ο τ. ρεμουλκό έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του λατ. remulco < αρχ. ῥυμουλκῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].