παραπομπός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[παραπομπός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που συνοδεύει κάποιον, [[ιδίως]] για [[φρούρηση]], για [[φύλαξη]] (α. «παραπομπό [[πλοίο]]» — πολεμικό [[πλοίο]] που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για [[προστασία]] τους σε καιρό πολέμου<br />β. «παραπομπούς... ναῡς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παραπομπός]]<br />ο [[προμηθευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παραπομπός]]<br />η [[συνοδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[πομπός]].
|mltxt=-ό / [[παραπομπός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που συνοδεύει κάποιον, [[ιδίως]] για [[φρούρηση]], για [[φύλαξη]] (α. «παραπομπό [[πλοίο]]» — πολεμικό [[πλοίο]] που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για [[προστασία]] τους σε καιρό πολέμου<br />β. «παραπομπούς... ναῡς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[παραπομπός]]<br />ο [[προμηθευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παραπομπός]]<br />η [[συνοδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[πομπός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπομπός Medium diacritics: παραπομπός Low diacritics: παραπομπός Capitals: ΠΑΡΑΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: parapompós Transliteration B: parapompos Transliteration C: parapompos Beta Code: parapompo/s

English (LSJ)

όν, = foreg., π. νῆες ships

   A attending as convoy, Plb.1.52.5, cf. 15.2.6.    2 purveyor, POxy.1844.1 (vi A.D.).    II (proparox.) = παράνυμφος, Hsch. s.v.πάροχοι.

German (Pape)

[Seite 495] begleitend, geleitend, zum Schutz, ναῦς, Pol. 1, 52, 5. 15, 2, 6 u. Sp., auch herbeischaffend, zuführend.

Greek (Liddell-Scott)

παραπομπός: -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. ναῦς, πλοῖον πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - ὡσαύτως = παράνυμφος, Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui sert d’escorte, qui escorte;
2 qui transporte.
Étymologie: παραπέμπω.

Greek Monolingual

-ό / παραπομπός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που συνοδεύει κάποιον, ιδίως για φρούρηση, για φύλαξη (α. «παραπομπό πλοίο» — πολεμικό πλοίο που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για προστασία τους σε καιρό πολέμου
β. «παραπομπούς... ναῡς», Πολ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.παραπομπός
ο προμηθευτής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. παραπομπός
η συνοδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πομπός (< πέμπω), πρβλ. προ-πομπός.

Greek Monotonic

παραπομπός: -όν (παραπέμπω), αυτός που συμμετέχει στην αποστολή κάποιου πράγματος με συνοδεία, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παραπομπός: служащий для перевозки или для сопровождения, конвойный (ναῦς Polyb.).

Middle Liddell

παραπομπός, όν παραπέμπω
escorting, Polyb.