πέντοζος: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πεντάοζος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] όζους, κλάδους, [[πεντάκλαδος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=και [[πεντάοζος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] όζους, κλάδους, [[πεντάκλαδος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πέντοζος]]<br /><b>μτφ.</b> το ανθρώπινο [[χέρι]] με τα [[πέντε]] δάκτυλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- / <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄζος]] (Ι) «[[κλαδί]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>οζος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with five branches : as Subst., of the human hand, Hes. Op. 742, Hsch. s.v. ἐμῇ πεντόζῳ (prob.).
German (Pape)
[Seite 559] wie πεντάοζος, fünfästig, Hes. O. 742, von der Hand gesagt, das Fünfzack, gleichsam fünfzackige Gabel.
Greek (Liddell-Scott)
πέντοζος: -ον, ὡς τὸ πεντάοζος, ὁ ἔχων πέντε ὄζους, κλάδους· ὁ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 740 καλεῖ τὴν χεῖρα πέντοζον, «τοὺς δακτύλους ὄζοις εἰκάζων» (Πρόκλ.), πρβλ. πεντάκλαδος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cinq nœuds ou branches.
Étymologie: πέντε, ὄζος.
Greek Monolingual
και πεντάοζος, -ον, Α
1. αυτός που έχει πέντε όζους, κλάδους, πεντάκλαδος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πέντοζος
μτφ. το ανθρώπινο χέρι με τα πέντε δάκτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- / πεντα- + ὄζος (Ι) «κλαδί» (πρβλ. τρί-οζος)].
Greek Monotonic
πέντοζος: -ον όπως το πεντάοζος, αυτός που έχει πέντε κλάδους· ο Ησίοδ. ονομάζει το χέρι πέντοζον, οι πέντε κλάδοι, οι πέντε διακλαδώσεις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέντοζος -ον [πέντε, ὄζος] met vijf takken; overdr.. ἡ πέντοζος de hand Hes. Op. 742.
Russian (Dvoretsky)
πέντοζος: ἡ пятиветвие, т. е. кисть руки Hes.
Middle Liddell
πέντ-οζος, ον,
like πεντάοζος, with five branches: Hes. calls the hand πέντοζον, the five-branch.