ἰξοβόλος: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(1ab) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰξοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἰξοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἰξοβόλος]]<br />ο [[ιξευτής]], ο [[κυνηγός]] πτηνών με [[ιξόβεργα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>ιο</i>-[[βόλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A setting limed twigs: as Subst., fowler, Man. 4.243.
German (Pape)
[Seite 1255] Leimruthen auslegend, ὁ, der Vogelsteller, Man. 4, 243.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, τοποθετῶν ἰξευτικοὺς καλάμους: ― ὡς οὐσιαστ., ὀρνιθοθήρας, Μανέθων 4. 243.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur à la glu, oiseleur.
Étymologie: ἰξός, βάλλω.
Greek Monolingual
ἰξοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰξοβόλος
ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκο-βόλος, ιο-βόλος.
Greek Monotonic
ἰξοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που συλλαμβάνει κάτι τοποθετώντας ιξευτικά καλάμια.