αραιός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀραιός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> ο μη [[πυκνός]] στη σύστασή του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κενά [[κατά]] διαστήματα<br />ΙΙ <b>νεοελλ.</b> όποιος δεν γίνεται [[συχνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασθενικός]], ο [[άτονος]]<br /><b>2.</b> ο [[στενός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἀραιά]]<br />η [[γαστήρ]], η [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη <i>F</i> στη [[λέξη]] μαρτυρείται από το ομηρικό [[μέτρο]] και ανάγει σε αρχικό τ. <i>Fαρασιιός</i>, ο [[οποίος]] συνδέεται πιθ. με τον τ. [[ῥᾷστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fράσιστος</i>. Η λ. παραδίδεται στον Ηρωδιανό με [[δασύτητα]] και απαντά ως [[χαρακτηρισμός]] κνήμης, εισόδου κ.λπ., με τη σημασ. «[[ισχνός]], [[αδύνατος]]» <b>(Ομηρ.)</b>, ως επίθ. παράταξης <b>(Ξενοφ.)</b>, τροφής (<b>Αριστοτ.</b>), υφάσματος και ύλης με την [[έννοια]] «[[χαλαρός]], [[χασματικός]], [[πορώδης]]» (Αναξιμ., Αναξαγ., Εμπεδ., Ιπποκρ., <b>Αριστοτ.</b>), σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[πυκνός]] και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σημασ. «[[σπάνιος]]». Ο τ. <i>αριός</i> <span style="color: red;"><</span> [[αραιός]], με [[συνίζηση]], ενώ ο τ. [[ανάριος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αραιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αραιότητα]] (-<i>ότης</i>), <i>αραιώδης</i>, [[αραιώνω]] (-<i>όω</i>, -<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραιοδόντης]] (-<i>όδους</i>) (-[[θριξ]]), <i>αραιόστυλος</i>, <i>αραιότριχος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αραιόπορος</i>, [[αραιόσαρκος]], [[αραιόφθαλμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αραιόφυλλος]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀραιός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> ο μη [[πυκνός]] στη σύστασή του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κενά [[κατά]] διαστήματα<br />ΙΙ <b>νεοελλ.</b> όποιος δεν γίνεται [[συχνά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασθενικός]], ο [[άτονος]]<br /><b>2.</b> ο [[στενός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἀραιά]]<br />η [[γαστήρ]], η [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη <i>F</i> στη [[λέξη]] μαρτυρείται από το ομηρικό [[μέτρο]] και ανάγει σε αρχικό τ. <i>Fαρασιιός</i>, ο [[οποίος]] συνδέεται πιθ. με τον τ. [[ῥᾷστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fράσιστος</i>. Η λ. παραδίδεται στον Ηρωδιανό με [[δασύτητα]] και απαντά ως [[χαρακτηρισμός]] κνήμης, εισόδου κ.λπ., με τη σημασ. «[[ισχνός]], [[αδύνατος]]» <b>(Ομηρ.)</b>, ως επίθ. παράταξης <b>(Ξενοφ.)</b>, τροφής (<b>Αριστοτ.</b>), υφάσματος και ύλης με την [[έννοια]] «[[χαλαρός]], [[χασματικός]], [[πορώδης]]» (Αναξιμ., Αναξαγ., Εμπεδ., Ιπποκρ., <b>Αριστοτ.</b>), σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[πυκνός]] και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σημασ. «[[σπάνιος]]». Ο τ. <i>αριός</i> <span style="color: red;"><</span> [[αραιός]], με [[συνίζηση]], ενώ ο τ. [[ανάριος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αραιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αραιότητα]] (-<i>ότης</i>), <i>αραιώδης</i>, [[αραιώνω]] (-<i>όω</i>, -<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραιοδόντης]] (-<i>όδους</i>) (-[[θριξ]]), <i>αραιόστυλος</i>, <i>αραιότριχος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αραιόπορος</i>, [[αραιόσαρκος]], [[αραιόφθαλμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αραιόφυλλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀραιός, -ά, -όν)
1. ο μη πυκνός στη σύστασή του
2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα
ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά
αρχ.
1. ο ασθενικός, ο άτονος
2. ο στενός
3. το θηλ. ως ουσ.ἀραιά
η γαστήρ, η κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη F στη λέξη μαρτυρείται από το ομηρικό μέτρο και ανάγει σε αρχικό τ. Fαρασιιός, ο οποίος συνδέεται πιθ. με τον τ. ῥᾷστος < Fράσιστος. Η λ. παραδίδεται στον Ηρωδιανό με δασύτητα και απαντά ως χαρακτηρισμός κνήμης, εισόδου κ.λπ., με τη σημασ. «ισχνός, αδύνατος» (Ομηρ.), ως επίθ. παράταξης (Ξενοφ.), τροφής (Αριστοτ.), υφάσματος και ύλης με την έννοια «χαλαρός, χασματικός, πορώδης» (Αναξιμ., Αναξαγ., Εμπεδ., Ιπποκρ., Αριστοτ.), σε αντίθεση προς το πυκνός και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σημασ. «σπάνιος». Ο τ. αριός < αραιός, με συνίζηση, ενώ ο τ. ανάριος < αν(α)- + αραιός.
ΠΑΡ. αραιότητα (-ότης), αραιώδης, αραιώνω (-όω, -ώ).
ΣΥΝΘ. αραιοδόντης (-όδους) (-θριξ), αραιόστυλος, αραιότριχος
αρχ.
αραιόπορος, αραιόσαρκος, αραιόφθαλμος
μσν.- νεοελλ.
αραιόφυλλος].