πισσήρης: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[πισσήεις]]<br /><b>2.</b> [[πισσοκώνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πισσήρης]]<br />(ενν. [[κηρωτή]]) [[έμπλαστρο]] με [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]») με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[πισσήεις]]<br /><b>2.</b> [[πισσοκώνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πισσήρης]]<br />(ενν. [[κηρωτή]]) [[έμπλαστρο]] με [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]») με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσήρης Medium diacritics: πισσήρης Low diacritics: πισσήρης Capitals: ΠΙΣΣΗΡΗΣ
Transliteration A: pissḗrēs Transliteration B: pissērēs Transliteration C: pissiris Beta Code: pissh/rhs

English (LSJ)

ες, = foreg.,

   A κηκίς A.Ch.268.    2 = πισσοκώνητος, Orac. ap. Ath.12.524b.

German (Pape)

[Seite 619] ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.

Greek (Liddell-Scott)

πισσήρης: -ες, = πισσήεις, Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = πισσοκώνητος, Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a l’aspect de la poix.
Étymologie: πίσσα, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. πισσήεις
2. πισσοκώνητος
3. το θηλ. ως ουσ.πισσήρης
(ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ-ήρης)].

Greek Monotonic

πισσήρης: -ες (*ἄρω), = πισσήεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πισσήρης: черный как смола (κηκίς Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πισσήρης -ες [πίττα] teerachtig.

Middle Liddell

πισσ-ήρης, ες [*ἄρω] = πισσήεις, Aesch.]