ὀξύπτερος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύπτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀξύπτερος]]<br />α) [[είδος]] σχοίνου, ο [[οξύσχοινος]]<br />β) το [[γεράκι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύπτερον</i><br />το [[γεράκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀξύπτερα</i><br />τα [[γρήγορα]] φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]].
|mltxt=[[ὀξύπτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὀξύπτερος]]<br />α) [[είδος]] σχοίνου, ο [[οξύσχοινος]]<br />β) το [[γεράκι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύπτερον</i><br />το [[γεράκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀξύπτερα</i><br />τα [[γρήγορα]] φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:35, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπτερος Medium diacritics: ὀξύπτερος Low diacritics: οξύπτερος Capitals: ΟΞΥΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: oxýpteros Transliteration B: oxypteros Transliteration C: oksypteros Beta Code: o)cu/pteros

English (LSJ)

ον,

   A sharp- or swift-winged: as Subst. ὀ., ὁ, = ὀξύσχοινος, Ps.-Dsc.4.52 ; but, hawk, Clem.Al.Strom. 5.8.52.1 (in citation of De.14.13) :—also ὀξῠ-πτερον, τό, = falco, Gloss.; τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.8.

German (Pape)

[Seite 354] schnellflügelig, vom Habicht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας· ― ὡς οὐσιαστ., ἱέραξ, Βαρνάβας (ἐν Patrologia Graeca II) 10, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 1005Α· ― τὰ ὀξύπτερα, ὀξεῖαι, ταχεῖαι πτέρυγες, Αἴσωπ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes rapides, au vol rapide.
Étymologie: ὀξύς, πτερόν.

Greek Monolingual

ὀξύπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες
2. το αρσ. ως ουσ.ὀξύπτερος
α) είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος
β) το γεράκι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύπτερον
το γεράκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξύπτερα
τα γρήγορα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πτερόν.

Greek Monotonic

ὀξύπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει γρήγορα φτερά, τὰ ὀξύπτερα, γρήγορα φτερά, σε Αίσωπ.

Middle Liddell

ὀξύ-πτερος, ον, πτερόν
swift-winged:— τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.