επαύξηση: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(13) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπαύξησις]]) [[επαυξάνω]]<br />η [[περαιτέρω]] [[αύξηση]] («τὴν... τῶν τε μέτρων ἐπαύξησιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>γραμμ.</b> το [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο εμφανίζεται [[αντί]] για βραχύ [[φωνήεν]] το αντίστοιχο μακρό (π.χ. [[αμείβω]] | |mltxt=η (AM [[ἐπαύξησις]]) [[επαυξάνω]]<br />η [[περαιτέρω]] [[αύξηση]] («τὴν... τῶν τε μέτρων ἐπαύξησιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>γραμμ.</b> το [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο εμφανίζεται [[αντί]] για βραχύ [[φωνήεν]] το αντίστοιχο μακρό (π.χ. [[αμείβω]] > [[αμοιβή]]), [[ιδίως]] στα παράγωγα, [[αλλιώς]] [[μετάπτωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ωφέλεια]] («εἰς τὰς θυσίας [[δέκα]] τάλαντα καὶ τὴν ἐπαύξησιν τῶν πολιτῶν ἄλλα [[δέκα]]», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:14, 15 January 2019
Greek Monolingual
η (AM ἐπαύξησις) επαυξάνω
η περαιτέρω αύξηση («τὴν... τῶν τε μέτρων ἐπαύξησιν», Πλούτ.)
μσν.
γραμμ. το φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται αντί για βραχύ φωνήεν το αντίστοιχο μακρό (π.χ. αμείβω > αμοιβή), ιδίως στα παράγωγα, αλλιώς μετάπτωση
αρχ.
ωφέλεια («εἰς τὰς θυσίας δέκα τάλαντα καὶ τὴν ἐπαύξησιν τῶν πολιτῶν ἄλλα δέκα», Πολ.).